Κρήτη: «Έφυγε» ο Γιάννης Μπρόκος, ο τελευταίος του σαμποτάζ στο Δράσι (Φωτο)

Πλήρης ημερών, στα ενενήντα οκτώ του χρόνια, έφυγε ο Γιάννης Μπρόκος και κηδεύτηκε στο Μέσα Λασίθι.
Στα δεκαεπτά του, με ορμητήριο τη μάντρα του πατέρα του Μανόλη στην Αλόιδα, με τρείς εκπαιδευμένους σαμποτέρ επιχείρησαν με επιτυχία την ανατίναξη των γερμανικών καυσίμων στο Δράσι Μεραμβέλλου. Ήταν το μοναδικό σαμποτάζ στο νομό Λασιθίου από τα εννιά που έγιναν την ίδια νύχτα, στις 23-24 Ιουλίου 1944, και την ίδια ώρα στη Κρήτη και ονομάστηκε «Η Νύχτα των μεγάλων σαμποτάζ».
Σεμνός ο Γιάννης Μπρόκος ποτέ δεν αναφερόταν στη συμμετοχή του στην επικίνδυνη αυτή επιχείρηση.
Στις φωτογραφίες ο Γιάννης Μπρόκος λίγα χρόνια μετά το σαμποτάζ και η μάντρα του πατέρα του
Το σαμποτάζ στο Δράσι
Το Ανώτατο Συμμαχικό Στρατηγείο σχεδίαζε απόβαση στα νότια παράλια της Γαλλίας και αποφάσισε, για λόγους παραπλανητικούς, μια ευρείας έκτασης εντυπωσιακών ενεργειών στη Κρήτη, με την μορφή σαμποτάζ.
Στις 24 Ιουλίου 1943 καθαιρείται ο Μουσολίνι και ο αντικαταστάτης του Αρχιστράτηγος Μπαντόλιο συνθηκολογεί στις 8 Σεπτεμβρίου και η κατοχή και ο έλεγχος του νομού Λασιθίου από την επομένη περνά από τους Ιταλούς στους Γερμανούς. Ο μέχρι τότε διοικητής του νομού Στρατηγός Άγγελος Κάρτα με τον υποδιοικητή Λοχαγό Ταβάνα προσχωρούν στις 16 Σεπτεμβρίου στους αντάρτες και φυγαδεύονται στη Μέση Ανατολή.
Οι Γερμανοί επικηρύσσουν τον Κάρτα, τον αναζητούν, όπως και τον Ταβάνα αλλά δεν αποτολμούν να ανηφορίσουν στις κορφές της Δίκτης που πιστεύουν πως βρίσκεται ακόμη. Αμέσως οι Ιταλοί στρατιώτες και αξιωματικοί εγκαταλείπουν τις στρατιωτικές τους μονάδες και καταφεύγουν στην Δίκτη και λίγοι στα βουνά της Σητείας.
Το Δράσι. Διακρίνεται ο δρόμος Οροπεδίου Λασιθίου και το σημείο που συναντιέται με τον δρόμο από Άγιο Νικόλαο μέσω Λακωνίων. Δίπλα και Δυτικά από την διακλάδωση των δρόμων υπήρχε η αποθήκη καυσίμων
Το Δράσι, ένα οροπέδιο με υψόμετρο 349 μέτρων, πέντε χιλιόμετρα βόρεια της Νεάπολης, αποτελούσε σημαντική στρατιωτική περιοχή. Από το Δράσι περνούσε ο δρόμος που συνέδεε την Νεάπολη με το Οροπέδιο Λασιθίου που μέσω Λαγκάδας κατέληγε στον Ανισαρά και από το Δράσι ξεκινούσε άλλος δρόμος που μέσω Λακωνίων κατέληγε στον Άγιο Νικόλαο Οι δύο αυτοί δρόμοι λειτουργούσαν εφεδρικοί και θα εξασφάλιζαν την συγκοινωνία Ηρακλείου Αγίου Νικολάου, αν ο κανονικός δρόμος υποστεί κάποια καταστροφή σε ένα ή περισσότερα σημεία από δολιοφθορά. Το Δράσι επιλέχθηκε από τους Ιταλούς για την αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων καυσίμων, σε υπαίθριο περιφραγμένο χώρο, γιατί εξασφάλιζε καλύτερη διανομή τους στο νομό και συνέχισαν στον ίδιο χώρο να αποθηκεύουν και οι Γερμανοί.
Η Αλόιδα βρίσκεται στην περιοχή του Μέσα Λασιθίου ανάμεσα σ’ αυτό και στη Κριτσά. Σε στρατηγικό σημείο ανάμεσα στο Οροπέδιο Λασιθίου, το βόρειο και το ανατολικό Μεραμβέλλο, είχε επιλεγεί από τον Μανόλη Καζάνη σαν ορμητήριο της αντάρτικης ομάδας του, πριν την Επανάσταση του 1821. Στην περιοχή Κυνηγού ή Χειλιά της Αλόιδας βρισκόταν η μάντρα του Μανόλη Μπρόκου από τους Άνω Αμυγδάλους, με καταγωγή από τις Τάπες. Αμέσως μετά την προσχώρηση στους αντάρτες και στους συμμάχους του Κάρτα και του Ταβάνα τον Οκτώβριο του 43 έφθασε ο Άγγλος λοχαγός Άλεξ Ρέντελ ή Αλέξης και ορίστηκε σύνδεσμος για τον νομό Λασιθίου και υπεύθυνος ασυρμάτου. Αυτός υποδέχτηκε τον Λη Φέρμορ που στις 4 Οκτωβρίου του 44 έπεσε με αλεξίπτωτο στο Οροπέδιο του Καθαρού για την απαγωγή του Στρατηγού Κραϊπέ. Μετά την απαγωγή ο Ρέντελ αναβαθμίστηκε σε Ταγματάρχη και περιφερόταν σε ολόκληρο τον ορεινό όγκο της Δίκτης, πάντα με πολιτική περιβολή, συνήθως παραδοσιακή, με στιβάλια και σακούλι στη πλάτη, παριστάνοντας τον τοπικό κτηνοτρόφο. Στις αρχές Ιουνίου του 44 διέμενε στη μάντρα του Μανόλη Μπρόκου και σε αυτή συναντήθηκε με τον Λευτέρη Φαρσάρη και τον Γιώργη Χατζάκη από το Μέσα Λασίθι, στους οποίους έδωσε οδηγίες, όπως και στο Μπρόκο και τον γιό του Γιάννη για συμμετοχή τους σε επιχείρηση, σε ημερομηνία και τόπο που θα μάθαιναν αργότερα, γιατί δεν είχε καθοριστεί.
Στο Μαριδάκι ένα μικρό παραλιακό χωριουδάκι νοτιοδυτικά του Τσούτσουρα, αποκλεισμένο από ξηρά λόγω έλλειψης αυτοκινητόδρομου, περίμεναν κρυμμένοι ο Άλεξ Ρέντελ, ο Γρηγόρης Χναράκης και ο Κίμωνας Ζωγραφάκης, που συμμετείχαν στην απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε και στο σαμποτάζ στο αεροδρόμιο του Καστελίου αντίστοιχα, με μερικούς ακόμη αντάρτες, την άφιξη συμμαχικού πλοίου. Το πλοίο έφθασε στις 24 Ιουνίου 1944 και την ημέρα άφιξης του την γνώριζαν από μήνυμα που είχε λάβει ο Ρέντελ με τον ασύρματο, που είχε μεταφέρει από την Αλόιδα στην δυτική πλευρά της Δίκτης, πάνω από την Κασταμονίτσα. Από το πλοίο αποβιβάστηκαν 28 Άγγλοι σαμποτέρ, δύο Άγγλοι αξιωματικοί και τέσσερις Αμερικανοί. Ξεφορτώθηκαν εκρηκτικές ύλες και ανηφόρισαν στα Αστερούσια, νότια του χωριού Δεμάτι. Εδώ έφτασε και ο Αντ/ρχης Τομ Ταμπάμπιν, ως επικεφαλής των Βρετανών Αξιωματικών Συνδέσμων στην Κρήτη και μαζί με τον Άλεξ Ρέντελ και τον επικεφαλή των σαμποτέρ Ίαν Πάτερσον οριστικοποίησαν το σχέδιο των επιχειρήσεων, με την μορφή κυρίως σαμποτάζ σε ολόκληρη την Κρήτη, με γενικό συντονιστή τον Αντισυνταγματάρχη Τομ Ταμπάμπιν.
Η δολιοφθορά στο Δράσι
Για τον νομό Λασιθίου είχε αποφασιστεί η ανατίναξη των καυσίμων στο Δράσι και ο Αριστείδης Χριστοφάκης από τις Μελέσσες θα οδηγούσε τους σαμποτέρ στο Οροπέδιο Λασιθίου. Επιλέγηκε γιατί γνώριζε πολύ καλά τη διαδρομή, είχε γεννηθεί στον Αβρακόντε Λασιθίου και από μικρός μετέβαινε στα Ηρακλειώτικα, γιατί είχαν εκεί χειμερινή κατοικία. Σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων των Βρυσών ο Ρέντελ συμμετείχε σε σύσκεψη ανταρτών στην Μονή των Κρεμαστών και εκεί του παρέδωσε ο Μανόλης Παπαδάκης από τις Βρύσες σχεδιάγραμμα της περιοχής των αποθηκών καυσίμων, που ο ίδιος έφτιαξε, συγκεντρώνοντας πληροφορίες για τις αποθήκες προσεγγίζοντας της, προσποιούμενες ότι τοποθετούσε παγίδες στις ελιές για τον δάκο. Το σχεδιάγραμμα αυτό και άλλους στρατιωτικούς χάρτες ο Ρέντελ με τους άλλους αξιωματικούς ΄παρουσίασαν στους σαμποτέρ, οι οποίοι στις 21 Ιουλίου και όταν νύχτωσε καλά με οδηγό τον Χριστοφάκης ξεκίνησαν για τον μακρινό προορισμό τους. Μια δύσκολη πορεία γιατί δεν ακολούθησαν τις γνωστές διαδρομές αλλά πολλές φορές προχωρούσαν από δύσβατα μονοπάτια, τις γιδόστρατες, όπως τις αποκαλούν βοσκοί και ορειβάτες, για να παρακάμπτουν τα χωριά στα οποία υπήρχαν Γερμανοί στρατιώτες. Κατάφεραν και μετέφεραν στις πλάτες τους σε σακίδια τα εκρηκτικά, επειδή δεν ήταν ιδιαίτερα βαριά γιατί ήταν τελευταίας κατασκευής, ειδικά για να μεταφέρονται σε μακρινές αποστάσεις από πεζούς. Είχαν σχήμα μολυβιού μεγάλης διαμέτρου καθώς και τις λεγόμενες χελώνες που ήταν μικροί εκρηκτικοί μηχανισμοί. Είχαν μαζί τους και λίγες νάρκες μικρού μεγέθους και βάρους, που κατασκευάστηκαν ειδικά για ανατινάξεις αποθηκών με καύσιμα και ωρολογιακούς μηχανισμούς.
Ο Αριστείδης Χριστοφάκης
Ακολούθησαν την διαδρομή Παράσυρτα, Οροπέδιο Μάρφης, Λινάκαρο, σε υψόμετρο 1.120 μέτρων και άρχισαν κατηφορική πορεία. Προορισμός τους το καθολικό της παλιάς Μονής της Αγίας Πελαγίας, που ήταν το μέρος που είχε οριστεί για συνάντηση τους με τον Λευτέρη Φαρσάρη και τον Γιώργη Χατζάκη, τους οποίους ο Ρέντελ είχε ειδοποιήσει για την ημερομηνία της συνάντησης. Ο Φαρσάρης και ο Χατζάκης, για λόγους ασφαλείας, είχαν φύγει πολύ πριν νυχτώσει από το χωριό τους και περίμεναν κρυμμένοι στο μικρό δάσος. Κατά τις τρεις μετά τα μεσάνυχτα συναντήθηκαν στην εκκλησία και ο Χριστοφάκης ανέβηκε πάλι στο Λιμνάκαρο, περίμενε να ξημερώσει και έφθασε στο πατρικό του σπίτι, στον Αβρακόντε όπου παρέμεινε κρυμμένος για να οδηγήσει ξανά τους σαμποτέρ στα Αστερούσια, μετά το τέλος της αποστολής τους.
Ο Άλεξ Ρέντελ δεύτερος από δεξιά όταν συναντήθηκε ξανά με βοσκούς στο Αγκόνιασμα της Αλόιδας
Οι σαμποτέρ τώρα με τους δυο καινούργιους οδηγούς προχώρησαν βόρεια μέχρι το ύψος του ναού των Αγίων Αναργύρων, ανατολικά από το Μέσα Λασιθάκι και από ρεματιά από την περιοχή Νερούτσικα μπήκαν στον ημιονικό δρόμο που οδηγούσε στην ιστορική Αλόιδα. Όλοι βάδιζαν πεζοί εκτός του Λευτέρη Φαρσάρη που ανέβαινε πάνω στο μουλάρι του, γιατί ήταν κουτσός από τραύμα από το Αλβανικό μέτωπο. Τα εκρηκτικά τα κρέμασαν πάνω στα ζώα και προορισμός τους η μάντρα του Μανόλη Μπρόκου στην Αλόιδα. Μόλις έφτασαν ο Φαρσάρης και ο Χατζάκης επέστρεψαν με το φως της ημέρας στο χωριό τους ενώ οι σαμποτέρ παρέμειναν κρυμμένοι στη μάντρα ολόκληρη την επόμενη ημέρα. Μετά τα μεσάνυχτα χωρίς τα πυρομαχικά οι σαμποτέρ κατηφόρισαν για αναγνώριση του στόχου τους με οδηγό τον γιό του Μανόλη Μπρόκου, τον Γιάννη, ένα ψηλό και αδύνατο παιδί δεκαεπτά χρονών. Όταν πλησίασαν 500 περίπου μέτρα από τον χώρο φύλαξης των καυσίμων επειδή ο Γιάννης δεν είχε εκπαιδευτεί και φορούσε και στιβάνια με πρόκες στις σόλες τους που προξενούσαν θόρυβο, ενώ αυτοί είχαν ειδικά υποδήματα με ελαστικές σόλες τον άφησαν να περιμένει εκεί. Κατέγραψαν τον χρόνο της διαδρομής και αφού έλεγξαν το χώρο από κοντινό ύψωμα επέστρεψαν στο σημείο που τους περίμενε ο Γιάννης και ανηφόρισαν προς την μάντρα του Μανόλη, όπου παρέμειναν την επόμενη ημέρα.
Ο Γιάννης Μπρόκος, ο μοναδικός επιζών εξιστορεί τη συμμετοχή του στο σαμποτάζ. Στο βάθος διακρίνεται το Δράσι
Μετά τα μεσάνυχτα ξεκίνησαν και πάλι με οδηγό τον Γιάννη για το Δράσι έχοντας στις πλάτες τους τα πυρομαχικά. Οι σαμποτέρ άφησαν και πάλι τον Γιάννη σε αρκετή απόσταση από τις αποθήκες και αυτοί με προφυλάξεις και αφού έλεγξαν καλά το τον χώρο των αποθηκών εξωτερικά και εσωτερικά πλησίασαν και με ψαλίδια δημιούργησαν άνοιγμα στη περίφραξη, προχώρησαν στο εσωτερικό και αφού βεβαιώθηκαν πως δεν υπήρχε κοντά φρουρός τοποθέτησαν τα εκρηκτικά και τους ωρολογιακούς μηχανισμούς, που είχαν πάρει εντολή να ρυθμιστούν ώστε να εκραγούν συγκεκριμένη ώρα και αποχώρησαν. Πέρασαν από το μέρος που άφησαν τον Μανόλη και όλοι μαζί ξεκίνησαν για την Αλόιδα. Ανηφόριζαν πάνω από μισή ώρα όταν κοιτάζοντας τα ρολόγια τους σταμάτησαν κοιτάζοντας προς το Δράσι. Δεν πέρασαν ούτε δέκα λεπτά όταν ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη και αμέσως δεύτερη και τρίτη, ενώ το θέαμα που αντίκρισαν τους χαροποίησε. Επαναλαμβανόμενες εκρήξεις ακούγονταν, φλεγόμενα βαρέλια εκτινάζονταν ψηλά και πλάγια και πυροδοτούσαν και τα βαρέλια στα οποία δεν είχαν τοποθετηθεί εκρηκτικά, ενώ πυκνοί καπνοί υψώνονταν στον ουρανό.
Ο Μανόλης Μπρόκος. Στη μάντρα του παρέμεναν τρεις ημέρες οι σαμποτέρ
Μέσα στη μάνδρα οι σαμποτέρ πέρασαν την επόμενη ημέρα και αργά την νύχτα ακούστηκε το γαύγισμα των σκύλων και ακολούθησε θόρυβος από πέταλα. Ήταν ο Λευτέρης Φαρσάρης με το μουλάρι του και ο Γιώργης Χατζάκης αυτή τη φορά χωρίς το γαιδουράκι του. Πέρασαν μια ώρα στη μάντρα οι σαμποτέρ και κατηφόρισαν με τους γνωστούς τους οδηγούς με προορισμό την Αγία Πελαγία. Εκεί τους περίμενε ο Αριστείδης Χριστοφάκης, που παρέμενε στον Αβρακόντε, για να τους οδηγήσει πίσω στα Αστερούσια στο μέρος από το οποίο είχαν ξεκινήσει. Ο Χατζάκης και ο Φαρσάρης παρέμειναν ολόκληρη την υπόλοιπη νύχτα στο πλάι του βουνού και το ξημέρωμα χωριστά με κυκλωτική διαδρομή επέστρεψαν στο Μέσα Λασίθι. Την επόμενη ημέρα Γερμανοί στρατιώτες από την Νεάπολη και γειτονικές περιοχές συγκέντρωσαν τους άνδρες που ήταν άνω των 17 χρονών του χωριού Βρύσες, επέλεξαν εξήντα από αυτούς και μέσω Δράσι από την ρεματιά «Λαγκάδα» τους οδήγησαν στο Βραχάσι.
Το εσωτερικό «Του πρίνου του Εγγλέζου»
Αφού τους ανέκριναν δύο μέρες, χρησιμοποιώντας και σκληρή βία για να αποκαλύψουν συνεργούς στο σαμποτάζ, πιστεύοντας πως τόσο γειτονικό χωριό με το Δράσι κάποιοι θα είχαν συμμετοχή στη δολιοφθορά. Τους άφησαν να φύγουν και κράτησαν μόνο το βοσκό Μιχάλη Πατεράκη, γνωστός ως «Πεζούλη», γιατί δεν είχε να επιδείξει ταυτότητα, από αυτές που είχε εκδώσει το κατοχικό καθεστώς. Τον οδήγησαν στον Άγιο Νικόλαο και το φορτηγό που ήταν πάνω έκανε στάση στην πλατεία όπου το πλησίασε ο χωριανός του Μανόλης Παπαδάκης και του είπε να μην αποκαλύψει τίποτα για να μην υποστεί αντίποινα το χωριό. Ο Πατεράκης τον διαβεβαίωσε πως δεν πρόκειται να πει τίποτα ακόμη και αν τον κάνουν κομμάτια. Τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια, ακόμη και σε εικονική εκτέλεση, στήνοντας τον σε τοίχο και πυροβολώντας προς το μέρος του, χωρίς να τον τραυματίσουν και τελικά τον άφησαν να φύγει για το χωριό του.
Η νύχτα των μεγάλων σαμποτάζ
Την νύχτα εκείνη και την ίδια ακριβώς ώρα, για να μην αφήσουν χρόνο στους κατακτητές να αντιδράσουν, εκτός από το Δράσι ανατινάχτηκαν και οι αποθήκες καυσίμων στους Αποστόλους και στη Σίβα Ηρακλείου, στις Βουκολιές και στον Αλικιανό Χανίων. Οι σαμποτέρ προξένησαν καταστροφές στους δρόμους Φανερωμένης - Αγίας – Γαλήνης – Μέλαμπες, ανατίναξαν γέφυρες στη Γέργερη, στο Πανασσό, στον Καλοχωραφίτη και στο Μαγαρικάρι. Προσβλήθηκαν ακόμη τα φυλάκια των Γερμανών στη Πυργού, στην Αυγενική, στο Ζαρό και στη Δαμάστα και τοποθετήθηκαν νάρκες στους δρόμους από Μοίρες – Βώρους, στους Ανεγύρους, στην περιοχή Αγιασμάτσι του Ρεθύμνου, ενώ στην Επισκοπή Ρεθύμνου αποκόπηκαν τα τηλεφωνικά καλώδια.
Μοναδική απώλεια ο Δημήτρης Ξυλούρης που στην επίθεση στο φυλάκιο της Πυργούς πέταξε μια χειροβομβίδα αλλά κτύπησε σε λεπτά αόρατα συρματόπλεγμα επέστρεψε και τον σκότωσε και υπήρξαν και μερικοί τραυματίες. Τα θύματα των Γερμανών υπήρξαν πολλά, ειδικά στις ανατινάξεις των καυσίμων, αλλά οι Γερμανοί τα απέκρυψαν.
Οι Γερμανοί και οι σύμμαχοι τους πανικοβλήθηκαν από το εύρος και την αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων, δεν γνώριζαν που τελικά απέβλεπαν, η είδηση έγινε γνωστή από ραδιοφωνικούς σταθμούς τόσο στη χώρα μας όσο και έξω από αυτή και προξένησε ενθουσιασμό στους συμμάχους.
Η νύχτα 23-24 Ιουλίου 1944 έμεινε στην ιστορία ως η νύχτα των μεγάλων σαμποτάζ.
-
15 Μαΐου 2025, 11:00Παιγνίδια εξουσίας με φόντο την «κατάκτηση» της Μητρόπολης Χανίων
-
16 Μαΐου 2025, 10:29Βολές στο κέντρο... της Παρασκευής!
-
16 Μαΐου 2025, 07:00Hράκλειο: Η μεταμεσονύχτια φωτιά σε κάδους και καλαμιές αναστάτωσε μια ολόκληρη γειτονιά (Βίντεο)
-
16 Μαΐου 2025, 16:15Διπλό φονικό στ' Ανώγεια: Εξετάστηκαν μάρτυρες - Στις 26 Μαΐου η συνέχεια της δίκης
-
15 Μαΐου 2025, 10:40Απόψε ο δεύτερος ημιτελικός της Eurovision: Η Κλαυδία διεκδικεί τη μεγάλη πρόκριση με την Αστερομάτα
-
15 Μαΐου 2025, 12:35Καιρός: Έκτακτο δελτίο επιδείνωσης – Στο «μάτι του κυκλώνα» και η Κρήτη με θυελλώδεις νοτιάδες