Η ελληνική Αναγέννηση (Μέρος Β)
«Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Γηγενής ή εισαγόμενος;
Όπως ήδη προαναφέραμε, ο εισηγητής του όρου «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», –που τόσο κακόπαθε στα χέρια πολλών «μαθητών» του–, ο Κωνσταντίνος Δημαράς, υποστηρίζει πως ο ελληνικός «Διαφωτισμός» αποτελεί γηγενές και ενδογενές φαινόμενο, που συναντιέται με τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό – για να ενδυθεί εν μέρει τα σχήματά του και προφανώς για να επηρεαστεί από αυτόν– χωρίς όμως ποτέ η αρχική δυναμική να πάψει να είναι εγχώρια:
Είχα πρόσφατα την ευκαιρία να μιλήσω για κάποια διεθνικά κινήματα αναφορικά με την Ελλάδα˙ τον Διαφωτισμό ανάμεσα στα άλλα. Για τις περιπτώσεις τις οποίες είχα υπόψη μου, ενόμισα ότι μπορούσα να προτείνω τα εξής: η ελληνική ανάγκη για τα κύρια στοιχεία που συνθέτουν αυτές τις αλλαγές είναι τόσο ισχυρή, ώστε ο διεθνικός τους χαρακτήρας θα μπορούσε να φανεί, τελικά, εντελώς περιττός. “Θα είταν θεωρητικά δυνατό”, συμπλήρωνα “να ξαναφτιάξουμε τον Έλληνα λόγιο του 1800”… “χωρίς να καταφύγουμε στις ξένες επιδράσεις”. Πραγματικά… Όταν έχουμε εξακριβώσει την παρουσία της ανάγκης, αποβαίνει σχετικά εύκολο να ανιχνεύσουμε τα μέσα που την ικανοποίησαν. Στην περίπτωση λοιπόν που μας απασχολεί, η έρευνά μας απέδειξε ότι ο ελληνισμός ήταν ώριμος για την παλιγγενεσία, αλλά μας οδήγησε επανειλημμένα, σε σημεία επαφής της ελληνικής λογιοσύνης με τον Διαφωτισμό. Από εκεί και πέρα, ο δρόμος έχει φανεί: δεν έχουμε παρά να αναζητήσουμε πρώτα-πρώτα ποιά ήταν στον φθίνοντα ΙΗ΄ αιώνα, τα στοιχεία που μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νέου ελληνικού πνεύματος, και, έπειτα, ποιοί θα είταν οι πιο πρόσφοροι αγωγοί για την μεταφορά αυτών των στοιχείων .
Εδώ ο Δημαράς υπερβαίνει ο ίδιος το σχήμα «νεοελληνικός διαφωτισμός» και μιλάει για επαφή της «ελληνικής λογιοσύνης με τον Διαφωτισμό» στα πλαίσια της ελληνικής παλιγγενεσίας. Η ελληνική παλιγγενεσία απετέλεσε το περιέχον: Ένα κίνημα που εμπεριέχει τους επαναστατικούς αγώνες του ελληνικού λαού – τουλάχιστον στον 18ο και τις αρχές του 19ου αιώνα, από τον Ζαχαριά έως τον Ανδρίτσο και το Λάμπρο Κατσώνη, δίπλα στο Ρήγα Φεραίο και τη Φιλική Εταιρεία˙ σφραγίζεται από τον άνεμο και το κίνημα του εκπαιδευτικού φωτισμού που πνέει σε όλη την Ελλάδα και αναπτύσσεται σε συνάφεια με το ιδεολογικό κίνημα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. σηματοδοτεί την ανανέωση της θρησκευτικής σκέψης μέσα από το κίνημα της «φιλοκαλίας» και την επίδραση της στον ορθόδοξο χώρο των Βαλκανίων και της Ρωσίας. τέλος, αλλά όχι ελάχιστο, προϋποθέτει την ιδεολογική και πνευματική ενοποίηση του ελλαδικού χώρου μέσα από το μεγάλο κίνημα της λαϊκής εκπαιδευτικής δραστηριότητας, που θα εκφραστεί μέσα από τη μεταβολή του Ερωτόκριτου και της Φυλλάδας του Μεγαλέξανδρου π.χ. σε λαϊκά αναγνώσματα που σφυρηλατούν την ενιαία ελληνική ταυτότητα.
Αντίθετα, για τους «εκσυγχρονιστές» ιστορικούς και διανοουμένους, ο ελληνικός Διαφωτισμός είναι όχι μόνο το κύριο στοιχείο έναντι της παλιγγενεσίας, αλλά και αποτελεί μία ολοκληρωτική «μετακένωση» του δυτικού διαφωτισμού στα καθ’ ημάς. Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, διάδοχος του Κ. Δημαρά στη διεύθυνση του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΙΝΕ/ΕΙΕ), με τον όρο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, στην ομώνυμη διδακτορική του διατριβή, δεν ορίζει πλέον ένα ιδιαίτερο και χρονικά εντοπισμένο ελληνικό φαινόμενο, αλλά απλώς την «υποδοχή του Διαφωτισμού στην πνευματική ζωή της ελληνικής Ανατολής κατά την διαδρομή του ευρύτερου δέκατου όγδοου αιώνα» . Και για να μην έχουμε καμία αμφιβολία, συνεχίζει:
Με τον όρο Διαφωτισμός νοούνται οι εκκοσμικευμένες ιδέες και αξίες που εκπορεύθηκαν από την παιδεία της Βορειοδυτικής Ευρώπης κατά τον αιώνα που προηγήθηκε της Γαλλικής Επανάστασης. […] Ο Διαφωτισμός, στο ελληνικό και γενικότερα στο βαλκανικό πλαίσιο αποτελεί κατεξοχήν πολιτικό φαινόμενο.
Έτσι ο ελληνικός Διαφωτισμός αποτελεί μία απλή πολιτική μεταφορά ιδεών που παρήχθησαν στη Βορειοδυτική Ευρώπη και όχι μια ιδιαίτερη πνευματική και ιδεολογική σύνθεση όπου τα εσπέρια στοιχεία ενοφθαλμίστηκαν στο γηγενές ιδεολογικό και πνευματικό υπόστρωμα, όπως υποστήριζε ο Δημαράς. Και πάνω σε αυτή την αντίληψη θα οικοδομηθεί ολόκληρη η θεωρητική κατασκευή των «εκσυγχρονιστών» και των «μεταμοντέρνων» ιστορικών και διανοουμένων που για δύο δεκαετίες τουλάχιστον έμοιαζαν να κυριαρχούν στο ιδεολογικό και ακαδημαϊκό στερέωμα της χώρας. Και αυτό παρότι ο ίδιος συγραφέας –ο Κιτρομηλίδης– στα τελευταία του κείμενα,, ιδιαίτερα της δεκαετίας του 2000, μοιάζει να αναθεωρεί την αρχική ταύτιση του ελληνικού διαφωτισμού με τον εξ Εσπερίας εισαγόμενο, και να προσεγγίζει μάλλον την αντίληψη του Δημαρά για την ιδιαιτερότητα του ελληνικού Διαφωτισμού .
Η ένταση που έχει προσλάβει η σχετική διαμάχη, ιδιαίτερα με τους εκπροσώπους της Εκκλησίας, και ο εκθεμελιωτικός χαρακτήρας των προτάσεων των εκσυγχρονιστών και μεταμοντέρνων ιστορικών, παρασύρουν όλα τα στρατόπεδα σε μια αντιπαράθεση που δίνεται στο έδαφος μιας φενάκης, ότι πράγματι ολόκληρη η νεότερη ελληνική ιστορία αποτελεί δήθεν μια αντιπαράθεση διαφωτισμού-αντιδιαφωτισμού. Την ίδια άποψη θα εκφράσουν αντιδιαφωτιστές διανοούμενοι, όπως ο Χρήστος Γιανναράς, που θα σηκώσουν το «γάντι» των εκσυγχρονιστών και θα ερμηνεύσουν τη σύγχρονη ελληνική ιστορία με κύριο, αν όχι μοναδικό, κλειδί ανάγνωσης την αντιπαράθεση «διαφωτισμός – ανατολική ορθόδοξη παράδοση» .
Είναι γεγονός, βέβαια, πως η αντιπαράθεση «φωταδισμού» – «σκοταδισμού» και, στην παραμορφωτική εκλαΐκευσή της, η αντιπαράθεση «Ανατολής και Δύσης», διαπερνά την ελληνική ιστορία των τελευταίων επτακοσίων ή οκτακοσίων ετών και σφραγίζει τη «νεοελληνική» ιστορία από τον 18ο αιώνα και εξής. Το σφάλμα όμως και των δύο πλευρών –των μεταμοντέρνων κατ’ εξοχήν– είναι πως υποτιμούν το γεγονός πως αυτή η αντιπαράθεση προσέλαβε έναν αδιέξοδο και μακρόσυρτο χαρακτήρα διότι ήταν ενταγμένη σε μια διαφορετική υπερκαθορίζουσα αντίθεση, εκείνη μεταξύ του ελληνισμού και των δυνάμεων που επέβαλαν την κυριαρχία τους πάνω του. Γι’ αυτό και ο Νίκος Σβορώνος, που δεν μπορεί να κατηγορηθεί ως αντίπαλος του Διαφωτισμού, θα επιμείνει στην αντιστασιακή ιδιοπροσωπία του νεώτερου ελληνισμού:
Ο αντιστασιακός χαρακτήρας... διέπει ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία: ο ελληνισμός ανήκει στην κατηγορία των μικρών λαών που κινούνται στην περιφέρεια του νεότερου κόσμου, και που η σταδιακή ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης και η συγκρότησή τους σε καινούργια έθνη συντελείται μέσα στην πάλη εναντίον υπερεθνικών αυτοκρατοριών στην αρχή, εναντίον υπερεθνικών ιμπεριαλιστικών οικονομικοκοινωνικών συγκροτημάτων, στα νεότερα χρόνια.
Η αντιστασιακή αυτή διαδικασία παίρνει διάφορες μορφές: από την απλή προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες, με προοπτική τη διείσδυση στους πολιτικοκοινωνικούς μηχανισμούς της κατάκτησης και τη μετατροπή τους σε όργανα εθνικής συντήρησης (εκκλησία-Φαναριώτες-κοινότητες-αρματολοί, στην Τουρκοκρατία) και την ολοένα και περισσότερο ενεργό συμμετοχή στους οικονομικούς μηχανισμούς των κατακτητών και ιδιαίτερα των δυτικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή, που έδωσε ως το τέλος του ιθ΄ αι. τις πραγματικές διαστάσεις του Ελληνισμού, ως τη συνεχή παθητική ή ένοπλη αντίσταση (κλεφτουριά – αλλεπάλληλα, έστω και ξενοκίνητα, κινήματα) που κατέληξαν στην εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του ’21.
Επίσης, όταν, από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους ως τις μέρες μας, οι εξωελληνικές δυνάμεις παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στη ρύθμιση της μοίρας του Ελληνισμού, όχι μόνο στην εθνική του ολοκλήρωση, αλλά και στην εσωτερική του πολιτική και κοινωνική εξέλιξη, σε σημείο που η επίσημη πολιτική της Ελλάδας να δίνει συχνά την εντύπωση ότι ανελίσσεται εν απουσία των Ελλήνων, η παρουσία του ελληνικού λαού εκδηλώνεται με συνεχή κινήματα διαμαρτυρίας, έστω και αν τα κινήματα αυτά δεν παίρνουν πάντα συγκεκριμένες πολιτικές μορφές, που κορυφώνονται με την εθνική και αντιφασιστική αντίσταση του 1940-1945.
Η σύγκρουση, λοιπόν, μεταξύ «προόδου και συντήρησης», υπερκαθορίζεται από αυτή την κυρίαρχη, τουλάχιστον από το 1204 και στο εξής, αντιπαράθεση του ελληνισμού με τις ξένες αποικιοκρατικές και κατακτητικές δυνάμεις. Και μόνον η αδυναμία του ελληνισμού να προσφέρει μία πρωτότυπη και ουσιαστικά καινοτόμα απάντηση στις προκλήσεις της εξωτερικής απειλής και της νεωτερικότητας, θα έχει ως συνέπεια αυτή την διαρκώς ανανεούμενη σε ένα νέο πεδίο πόλωση. Η πόλωση αυτή θα αναδειχθεί και θα εδραιωθεί από τη στιγμή που ο ελληνικός κόσμος, πολιορκούμενος ταυτόχρονα από τη Δύση και την Ανατολή, θα απολέσει τη δυνατότητα της οργανικής και καθολικής αναχώνευσης των εξωγενών στοιχείων και της συγκρότησης ενός ιδιαίτερου πολιτισμικού κόσμου ή «οικουμένης» . Κατά συνέπεια, η διατήρηση της ιδιοπροσωπίας θα εμφανίζεται μάλλον ως εμμονή στην παράδοση και τις «ρίζες», χωρίς τη δυνατότητα καθολικών πρωτότυπων και ολοκληρωμένων συνθέσεων, ενώ το «νέο», το «νεωτερικό», θα παρουσιάζεται ως εισαγόμενο – και κατ’ εξοχήν εκ της εσπερίας.
Οι οπαδοί του «Διαφωτισμού» θα μιλήσουν για «αντίθεση των φώτων με τον σκοταδισμό». Αντιστοίχως, ο κυριότερος αντίπαλος πόλος, η Εκκλησία, και οι διανοούμενοι της Ορθοδοξίας, θα μιλήσουν για την «αντιπαράθεση της ορθόδοξης Ανατολής με τη Δύση και τους εγχώριους υποστηρικτές της». Το σχήμα αυτής της αντίθεσης μοιάζει ανυπέρβλητο και εδραίο. Ωστόσο, μπορεί να αποδειχθεί μανιχαϊκό και να φυλακίσει ή να συσκοτίσει μια πιο πολύπλοκη και πλούσια πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα στα πλαίσια της οποίας, εκ παραλλήλου με το δίπολο που επισημάναμε, θα επιχειρείται και ένα συνθετικό εγχείρημα που, σε ό,τι αφορά στον 18ο και 19ο αιώνα, θα χαρακτηρίζαμε Ελληνική Αναγέννηση, και στις μέρες μας εναλλακτικό όραμα (ή ίσως απλώς όνειρο) του ελληνισμού, δηλαδή ένα εγχείρημα διαμόρφωσης ενός πρωτότυπου δρόμου προς την παγκοσμιότητα και τη μοντερνικότητα και αυτό παρά την εξάντληση της καθόλου ανασυνθετικής ισχύος του. Το μονοπάτι αυτό απορρίπτοντας τα σχήματα του όψιμου δυτικού εργαλειακού ορθολογισμού, χωρίς να παραμένει έγκλειστο στα σχήματα της παράδοσης, συνιστά μια εξέλιξη αυτής της παράδοσης, εμπλουτισμένη με τις κατακτήσεις της σκέψης και της επιστήμης άλλων πολιτισμών, και του δυτικού. Αυτό το αίτημα εξακολουθεί εν πολλοίς να παραμένει ανολοκλήρωτο, αλλά δεν απουσιάζει παντελώς από την ιστορία μας. Αντιθέτως, όποτε ο νεώτερος ελληνισμός επιχειρεί να κάνει βήματα προς τα εμπρός, σε οποιοδήποτε τομέα, αυτό το σχήμα ενεργοποιεί, σε αυτό και προσφεύγει.
Η Επανάσταση του ’21 θα επιχειρήσει να συνδυάσει τον σταυρό της ορθοδοξίας, την ελληνική κοινοτική παράδοση και την ανάμνηση του αρχαίου ελληνισμού, με τα κηρύγματα της γαλλικής επανάστασης σε μια πρωτότυπη σύνθεση. Μολαταύτα, η σύνθεση αυτή θα παραμένει εν πολλοίς ανεπίγνωστη, συχνά από τους ίδιους τους εκπροσώπους της, που θα συνεχίζουν να εκφράζονται με τα σχήματα του ανταγωνιστικού διπόλου, μη έχοντας συνείδηση της καινοτομίας που οι ίδιοι επιχειρούσαν ή επιχειρούν. Και μόνο μεγάλοι ποιητές μας σ’ αυτόν τον αιώνα, ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Σικελιανός, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, στοχαστές και καλλιτέχνες όπως ο Πικιώνης και ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, θα αποκτήσουν επίγνωση του άθλου που επιχειρούσαν, καθώς και της ανάγκης να χαραχτεί ένας καινούργιος δρόμος αυτογνωσίας.
Στην Ελλάδα λοιπόν, η αντίθεση «διαφωτισμού - παράδοσης», η οποία αποτελεί έκφανση ή επικαλύπτεται από μια ευρύτερη αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, αποτελεί μία και μόνον πλευρά μιας ευρύτερης περιἐχουσας κίνησης, που αποκαλέσαμε ελληνική αναγέννηση.
Αναγέννηση και παλιγγενεσία
Γύρω, λοιπόν, στα 1700, μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, τη στιγμή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπαίνει στην περίοδο της στασιμότητας και της παρακμής της, εγκαινιάζεται, ή ίσως επιταχύνεται, η ανοδική πορεία του ελληνισμού. Γενικεύεται η μετανάστευση στα Βαλκάνια, την Κεντρική Ευρώπη, ενισχύεται το εμπόριο και η Μοσχόπολις, «η Αθήνα των Βαλκανίων», θα γνωρίσει 50 ή 60 χρόνια ακμής από το 1700 έως το 1767. Οι Φαναριώτες αναλαμβάνουν τις ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας, στα Γιάννινα ιδρύεται η σχολή Γκιούμα (1672) και ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος θα γράψει το πρώτο «νεωτερικό» κείμενο του σύγχρονου ελληνισμού, τα Φιλοθέου Πάρεργα. Πολλοί συγγραφείς και μελετητές θα τοποθετήσουν το σημείο της τομής σε κάποιο άλλο γεγονός, είτε την πτώση της Κρήτης (Παπανούτσος), είτε την ολοκλήρωση της κατάληψης της Πελοποννήσου από τους Τούρκους (1715), είτε τη συνθήκη του Πασάροβιτς (1718). πάντως όλοι συμφωνούν πως από το τέλος του 17ου, αρχές του 18ου αιώνα, Οθωμανοί και Έλληνες ακολουθούν μια διαμετρικά αποκλίνουσα πορεία, οι Οθωμανοί θα μπουν σε μια μακρά περίοδο παρακμής, έως το 1922, ενώ οι Έλληνες, ενδεδυμένοι για τελευταία φορά το ένδυμα του ευρύτερου ελληνισμού, θα πραγματοποιήσουν ένα άλμα χωρίς ιστορικό προηγούμενο, από την ιστορική αφάνεια στην εκπλήρωση της «Μεγάλης ιδέας». Για να ακολουθήσει μετά, το 1922, η αναστροφή της τουρκικής υποχώρησης και η παρακμή του ελληνισμού.
Η νεοελληνική αναγέννηση, η τελευταία (άραγε και η έσχατη;) στην ιστορία τεσσάρων χιλιάδων χρόνων του ελληνισμού, θα διαρκέσει πάνω από δύο αιώνες (1700-1922). Στο μέσον περίπου της περιόδου, μια μεγάλη τομή, η Επανάσταση. Σε αυτή την περίοδο, ακόμα και όταν δεν διαθέταμε κράτος (εκτός ίσως από το προτεκτοράτο των Ιονίων Νήσων), μπορούσε κανείς να συνεννοείται στα ελληνικά σε μια περιοχή πού άρχιζε από την Αλεξάνδρεια και έφτανε στη Βιέννη και ο νεώτερος ελληνισμός φάνταζε ακόμη ως ο πιθανός κληρονόμος του παλιού ελληνικού-ελληνιστικού και βυζαντινού κόσμου. Αντικείμενο της παρούσας μελέτης θα είναι αυτή η πρώτη περίοδος, η οποία και θα σφραγίσει ολόκληρη την μετέπειτα ιστορία μας, μέχρι τα σήμερα.
Υπ’ αυτή την έννοια, με βρίσκει σύμφωνο η διεύρυνση των χρονολογικών ορίων που προτείνει ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, συμπεριλαμβάνοντας στην περίοδο του διαφωτισμού ολόκληρο τον 18ο αιώνα και το πρώτο τέταρτο του 19ου. Οι διαφορές έγκεινται στον χαρακτηρισμό και την αποτίμηση της περιόδου. Εάν συμπεριλάβουμε το σύνολο των διαδικασιών που οδηγούν στην ελληνική παλιγγενεσία, δεν πρόκειται εν προκειμένω για την περίοδο του «ελληνικού διαφωτισμού», αλλά της ελληνικής Αναγέννησης. Ο «Διαφωτισμός», στη Δύση απετέλεσε ένα συγκεκριμένο ρεύμα αντιπαράθεσης του «ορθού λόγου», των «επιστημών», της «υγιούς φιλοσοφίας» έναντι της παραδοσιακής, θρησκευτικής, επιστημονικής και πολιτικής ιδεολογίας, στα πλαίσια ενός ευρύτερου πολιτικού και κοινωνικού κινήματος που στόχευε στην ανατροπή της παλιάς τάξης πραγμάτων στη Δυτική Ευρώπη (όπως έγινε στη Γαλλία). Στον ελληνικό χώρο όλες οι προσπάθειες του γένους δεν κατατείνουν στον «διαφωτισμό», υπ’ αυτή την έννοια, αλλά χρησιμοποιούν τον «φωτισμό», την παιδεία, ως ένα όπλο για την επίτευξη της απελευθέρωσης του γένους. Επομένως είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα οι λόγιοι του 19ου αιώνα που μιλούσαν για τον «φωτισμό» ή την εκπαίδευση του γένους παρά εκείνοι οι ακαδημαϊκοί (και παρεμπιπτόντως οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι), που προβάλλουν σήμερα την αντίθεση «διαφωτισμού-σκοταδισμού» ως την μείζονα αντίθεση της περιόδου.
Η σύμπτωση στην περιοδολόγηση με εκείνη των «εκσυγχρονιστών» και μεταμοντέρνων ιστορικών, αναδεικνύει την διαμετρικά αντίθετη εκτίμηση και αποτίμηση της εποχής. Σχηματικά λοιπόν, «εποχή του Διαφωτισμού» από τη μία πλευρά, «εποχή της νεοελληνικής Αναγέννησης» από την άλλη.
Η επιλογή των παλαιοτέρων ερευνητών, του Δημαρά, του Παπανούτσου κ.λπ., για ένα στενότερο πλαίσιο αναφοράς (1775-1821), και για χρονολογική και όχι ειδολογική αναφορά στον stricto sensu ελληνικό Διαφωτισμό, διατηρεί παρόλα ταύτα την αξία της, μια και πράγματι, σε αυτή την δεύτερη υποπερίοδο, εντείνονται οι διαδικασίες του ελληνικού Διαφωτισμού, η εκπαιδευτική και εκδοτική κίνηση γνωρίζει μια εκθετική άνοδο, και τέλος αναδεικνύονται, κυρίως αμέσως μετά τη Γαλλική Επανάσταση, στοιχεία μιας αντιπαράθεσης μεταξύ των «διαφωτιστών» διανοουμένων και της παράδοσης, κυρίως της εκκλησιαστικής.
Ο Κ.Θ. Δημαράς μάλιστα, μπροστά στις δυσκολίες, θα μιλήσει μόνο για χρονολογική αναφορά στην περίοδο του νεοελληνικού Διαφωτισμού και θα επιχειρήσει να τον διαφορίσει ουσιαστικά από το αντίστοιχο κίνημα της Δύσεως. Ωστόσο η δυσκολία παραμένει ανυπέρβλητη. Απαριθμούμε μερικούς από τους λόγους:
Α. Το ελληνικό πνευματικό κίνημα, επειδή είναι ένα κίνημα εθνικής αναγέννησης και όχι κοινωνικής αντιπαράθεσης, δεν αναφέρεται στο άτομο, αλλά κατεξοχήν σε συλλογικά υποκείμενα, και μάλιστα όχι σε μία τάξη ή τάξεις, αλλά τα ευρύτερα δυνατά, το έθνος, το γένος. ανατρέχει στο παρελθόν, την αρχαία Ελλάδα (κυρίως οι λόγιοι) ή στο Βυζάντιο (οι εκκλησιαστικοί και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα), ή και στα δύο μαζί, είναι δηλαδή κατεξοχήν «ρομαντικό» και εθνικοαπελευθερωτικό.
Β. Στην ελληνική πραγματικότητα, ακόμα και την καθαυτό περίοδο του «Διαφωτισμού», δεν θα πάψει η ελληνική Εκκλησία να συμμετέχει ως ο ουσιαστικότερος παράγων στην εκπαιδευτική κίνηση, παρά την αυξανόμενη παρουσία και συμμετοχή των εμπόρων, των Φαναριωτών και των κοσμικών λογίων: ο Κοσμάς ο Αιτωλός θα ιδρύσει τα περισσότερα σχολεία από κάθε άλλο Έλληνα, ενώ δεν θα πάψει η πλειοψηφία των λογίων να φέρει το ιερατικό σχήμα (όχι μόνον ο Ευγένιος Βούλγαρις και ο Νικηφόρος Θεοτόκης, αλλά και αρχηγέτες του «νεωτερικού ρεύματος» όπως ο Φιλιππίδης, ο Κωνσταντάς, ο Γαζής, ο Βενιαμίν Λέσβιος, ο Θεόφιλος Καΐρης, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ακόμα και ο «άθεος» Παμπλέκης).
Γ. Το «αντιδιαφωτιστικό» ρεύμα (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) που θα αναπτυχθεί σε σύγκρουση με την ιδεολογία της Γαλλικής Επανάστασης θα οδηγήσει σε ένα πνευματικό κίνημα ανανέωσης της ορθόδοξης σκέψης, με επίκεντρο το Άγιον Όρος, και ισχυρότατη επίδραση σε όλα τα Βαλκάνια και τη Ρωσία, στην λεγόμενη «Φιλοκαλλική Αναγέννηση», ανανεώνοντας με σύγχρονους όρους την αντιπαράθεση Δύσης-Ανατολής στην ελληνική πραγματικότητα. Και όμως αυτή η πρωτοφανής στην απήχησή της έξω από τα ελληνικά σύνορα παραδοσιοκεντρική ανατολική «ρομαντική» συντηρητική σκέψη, που θα επιδράσει ουσιαστικά στη διαμόρφωση της ιδεολογίας του Ντοστογέφσκυ, θα παραμείνει στην αφάνεια και θα αποσιωπάται κυριολεκτικά από τους ακαδημαϊκούς κύκλους, οι οποίοι θα την αποκλείουν αυθαίρετα από την ένταξή της στην πνευματική κίνηση της χώρας παρότι θα σφραγίσει και την εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή με τον ογκόλιθο του Παπαδιαμάντη. Στην ελληνική περίπτωση, δηλαδή, παράλληλα με τα «διαφωτιστικά» ιδεολογικά ρεύματα, θα εμφανιστούν και γηγενή συντηρητικά ρομαντικά ρεύματα που, απέναντι στην πνευματική ηγεμονία της Δύσεως στην επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη της εποχής, επιχειρούν να αντιτάξουν την εγχώρια, ανατολική, ορθόδοξη παράδοση.
Δ. Τέλος, η εκτεταμένη πνευματική κίνηση της περιόδου δεν περιορίζεται στους λογίους, την ίδρυση σχολείων και τη θρησκευτική δραστηριότητα. Αγκαλιάζει ευρύτατα στρώματα του ελληνικού πληθυσμού, γεγονός το οποίο μαρτυρεί η ποιότητα, το περιεχόμενο και ο τρόπος παραγωγής του δημοτικού τραγουδιού, οι δεκάδες εκδόσεις και επανεκδόσεις της Φυλλάδας του Μεγαλέξανδρου, του Ερωτόκριτου, των Μύθων του Αισώπου, θρησκευτικών διηγήσεων και ιστορημάτων, τα οποία τροφοδοτούν τη λαϊκή γνώση με ένα κράμα σεβασμού προς τους αρχαίους και τους Βυζαντινούς προγόνους, την ορθόδοξη πίστη και την επιστημονική γνώση. που διαμορφώνει την λαϊκή ιδεολογία της περιόδου σε μια εθνικοαπελευθερωτική, ελληνοκεντρική, ορθόδοξη κατεύθυνση. Αγωνιστές και πρωτεργάτες της Επανάστασης, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Μπότσαρης, εξέφραζαν αυτήν ακριβώς την κυρίαρχη ιδεολογία. Η ιδεολογία της «Φιλικής Εταιρείας», ένα κράμα των ιδεωδών της Γαλλικής Επανάστασης και των νεωτερικών ιδεών αφ’ ενός και της στροφής προς το «ξανθό ομόδοξο γένος», εκφράζει ακόμα και τα πιο προχωρημένα και εγγράμματα στρώματα του ελληνισμού.
***
Κατά συνέπεια, ακόμα και ο όρος νεοελληνικός Διαφωτισμός, όπως τον εννοούν και τον οριοθετούν ο Δημαράς, η Κυριακίδου-Νέστορος, κ.λπ., δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και θα έπρεπε να μιλάμε μάλλον για Ελληνική Αναγέννηση, δεδομένου μάλιστα ότι, με την αυστηρή έννοια του όρου, είμαστε πιο κοντά και στην ίδια τη δυτική Αναγέννηση. Η επανανακάλυψη των αρχαίων, η αξιοδότηση του λαϊκού πολιτισμού και γλώσσας, η εμμονή στην ουμανιστική παιδεία, και όχι τόσο σε ένα μηχανοκρατικό καρτεσιανό μοντέλο, η σύγκραση γνώσης και πίστης, φύσης και πολιτισμού, η σχετική θρησκευτική ανοχή, ο ρόλος των κληρικών στον εκπαιδευτικό τομέα και βέβαια, πριν απ’ όλα, η αναγέννηση μιας εθνικής ταυτότητας, μαρτυρούν για την εγκυρότητα του παραλληλισμού. Ο ελληνισμός δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει την Αναγέννηση του, στην ύστερη βυζαντινή εποχή, κάτω από τα διπλά κτυπήματα Ανατολής και Δύσης, Τούρκων και Φράγκων και γι’ αυτό τρεις ή τέσσερις αιώνες αργότερα θα επιχειρήσει μια πρωτότυπη Αναγέννηση, όπου η τηλεσκοπική προσέγγιση ιστορικών και πολιτισμικών σταδίων θα συνδυάζεται με μια ιδιαίτερη γηγενή παράδοση, θέλοντας έτσι «να πιάσει» το επίπεδο του αναπτυγμένου δυτικού κόσμου, «κόβοντας δρόμο», ενώ ταυτοχρόνως θα διατηρούσε την ιδιοπροσωπία του.
Ήταν η μόνη στιγμή κατά την οποία ο ελληνισμός επιχείρησε σοβαρά «να κόψει δρόμο» και «να πιάσει» το επίπεδο των δυτικών χωρών, όχι μέσα από μια απλή μίμηση αλλά μια δημιουργική ανασύνθεση συγχρόνου και παραδοσιακού, εγχώριου και αλλότριου . Τότε πραγματικά ο ελληνισμός δοκίμασε «να κόψει δρόμο» και βρέθηκε κοντά στην επιτυχία.
Κυρίαρχη οπτική στην αντίληψή μας είναι η σκοπιά της παλιγγενεσίας. Ο ελληνικός φωτισμός, όπως τον ορίζει ο Κοραής και τον κάνουν πράξη ο Ρήγας και η Φιλική Εταιρεία, αποτελεί εν κατακλείδι τον «φωτισμό της παλιγγενεσίας»!
*Ο Γιώργος Καραμπελιάς είναι συγγραφέας και πολιτικός αναλυτής
Διαβάστε επισης: Η ελληνική Αναγέννηση (Α Μέρος)
*Σημείωση: Οι απόψεις των αρθρογράφων αποτελούν προσωπικές θέσεις και δεν αποτελούν τυχόν θέσεις του newshub.gr
-
25 Οκτωβριου 2025, 08:00Ετήσια Εκδήλωση Hotel Wellness Spa Services 2025 - "Μια βραδιά αφιερωμένη στους ανθρώπους μας" -
24 Οκτωβριου 2025, 10:55Μάχη για τις επιδοτήσεις: 15 μέρες «ανηφόρα» για τις πληρωμές από τον ΟΠΕΚΕΠΕ ενώ αγροτο-κτηνοτρόφοι ζεσταίνουν τα τρακτέρ -
24 Οκτωβριου 2025, 07:06ΟΠΕΚΕΠΕ: Επανέρχεται η υπόθεση με τους 250ρηδες – Να πώς βρήκαν οι επιτήδειοι τις αδήλωτες εκτάσεις για να κάνουν τις κομπίνες τους! -
24 Οκτωβριου 2025, 10:10Βολές στο κέντρο... της Παρασκευής! -
25 Οκτωβριου 2025, 13:36Ηράκλειο: Άγνωστος που ακολουθεί νεαρά κορίτσια, σκορπά ανησυχία σε μια ολόκληρη περιοχή -
24 Οκτωβριου 2025, 09:00Ηράκλειο: Ζέχνει ο αγωγός που ρίχνει βρώμικα νερά στη θάλασσα, δίπλα τα ενετικά τείχη (Φωτο & Βίντεο)
