Κριτική της μεταμόρφωσης της πνευματικής αποστολής του γερμανικού ιδεαλισμού
Η γερμανική φιλοσοφία του 18ου και 19ου αιώνα όρισε τον εαυτό της ως έκφραση μιας πνευματικής αποστολής· μιας κίνησης του Λόγου που δεν επεδίωκε απλώς να κατανοήσει τον κόσμο, αλλά να τον επαναθεμελιώσει εκ των ένδον.
Από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τα μέσα του 20ού, η Γερμανία υπήρξε το εργαστήριο όπου το πνεύμα της φιλοσοφίας, άλλοτε ως λογική, άλλοτε ως μεταφυσική και άλλοτε ως ύπαρξη, επεχείρησε να νοηματοδοτήσει τον κόσμο. Όμως, πίσω από αυτήν τη δημιουργική πορεία, λανθάνει μια ιδέα που σπάνια δηλώνεται ευθέως αλλά διατρέχει υπόγεια τον λόγο σχεδόν όλων των μεγάλων στοχαστών της γερμανικής παράδοσης: η ιδέα της “αποστολής” του γερμανικού πνεύματος.
Από τον καθολικό ηθικό οικουμενισμό του Καντ έως τον ιστορικό ιδεαλισμό του Χέγκελ και τον οντολογικό εθνισμό του Χάιντεγγερ, η ιδέα αυτή γνώρισε αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις. Ξεκίνησε ως φιλοσοφικό αίτημα ελευθερίας και αυτονομίας και κατέληξε — σε παραμορφωμένες εκδοχές — να θρέψει τις ρίζες ενός πολιτικού μυστικισμού που συνόδευσε τον γερμανικό εθνικισμό και, τελικά, τον φασισμό.
Ας ιχνηλατήσουμε αυτή τη διαδρομή για να κατανοήσουμε πώς μια φιλοσοφική έννοια της πνευματικής αποστολής μεταλλάχθηκε σε ιστορικό πεπρωμένο.
Στο τέλος του 18ου αιώνα, η Γερμανία δεν υπήρχε ως πολιτικό έθνος. Ήταν ένα σύνολο από δουκάτα, βασίλεια, και ελεύθερες πόλεις, συνδεδεμένες χαλαρά υπό την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ενώ η Γαλλία και η Αγγλία διέθεταν πολιτική ισχύ και αυτοσυνείδηση, η Γερμανία διέθετε μόνον πνευματική ταυτότητα: γλώσσα, ποίηση, φιλοσοφία.
Η έλλειψη κρατικής ενότητας μετατράπηκε σε πνευματικό τραύμα. Το αίσθημα μειονεξίας απέναντι στη Δύση μετασχηματίστηκε σε μυστικιστική υπερηφάνεια: αν δεν μπορούμε να ηγηθούμε πολιτικά, μπορούμε να ηγηθούμε πνευματικά. Αυτή η αντιστροφή του ελλείμματος σε αποστολή — από αδυναμία σε πλεονέκτημα — θα γίνει η μήτρα της έννοιας του “Deutscher Geist”, του Γερμανικού Πνεύματος.
Η φιλοσοφία έγινε το πεδίο όπου αυτό το πνεύμα επιδίωξε να βρει δικαίωση. Ο Καντ, ο Φίχτε, ο Σέλλινγκ και ο Χέγκελ δεν μιλούσαν απλώς ως στοχαστές· μιλούσαν ως φορείς ενός πνευματικού έθνους που ζητούσε να υπάρξει μέσα από τη σκέψη του.
Η “αποστολή” δεν είναι εδώ απλώς ιστορική ή θεολογική· είναι μια μεταφυσική λειτουργία του νοήματος, μέσω της οποίας το πνεύμα επιχειρεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως φορέα του καθολικού.
Ο Ιμμάνουελ Καντ δεν είναι εθνικιστής· είναι ο θεμελιωτής μιας φιλοσοφίας της καθολικής λογικής και του καθήκοντος.
Η “αποστολή” του ανθρώπου, για τον Καντ, είναι να πράττει σύμφωνα με την κατηγορική προσταγή — να δρα δηλαδή έτσι ώστε η πράξη του να μπορεί να γίνει καθολικός νόμος.
Ωστόσο, πίσω από αυτή την καθολικότητα, υπολανθάνει μια εμπιστοσύνη στο “πνεύμα της Πρωσίας”, στην παιδεία, στην πειθαρχία και στη λογική σαφήνεια. Ο Καντ πιστεύει ότι το γερμανικό έθνος, χωρίς ακόμη να είναι πολιτικά ενωμένο, είναι φορέας της ηθικής αυστηρότητας που μπορεί να σώσει την Ευρώπη από τον σκεπτικισμό και τον αισθητισμό της Γαλλίας.
Έτσι, χωρίς να το δηλώνει, εγκαινιάζει μια πνευματική αυτοπεποίθηση: η Γερμανία είναι η γη όπου η Λογική γίνεται συνείδηση του εαυτού της. Αυτή η σιωπηρή υπόθεση θα γίνει, στον επόμενο αιώνα, το κέντρο ενός εθνικού μύθου.
Μετά την κατάρρευση της Πρωσίας από τον Ναπολέοντα, ο Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε δημοσιεύει το 1808 τα “Λόγια προς το Γερμανικό Έθνος”. Πρόκειται για ένα φιλοσοφικό και ταυτόχρονα πολιτικό κάλεσμα: οι Γερμανοί, λέει, έχουν αποστολή να αναγεννήσουν την Ευρώπη μέσω της παιδείας, της ηθικής και της πίστης στον εσωτερικό λόγο.
Ενώ η Γαλλία επεξεργαζόταν την έννοια της ελευθερίας ως πολιτικό γεγονός και η Αγγλία ως κοινωνικό συμβόλαιο, η Γερμανία την εννόησε ως εσωτερική αυτοσυνείδηση. Η ελευθερία δεν ήταν γεγονός της ιστορίας, αλλά γεγονός του Πνεύματος.
Ο Φίχτε θεωρεί το γερμανικό πνεύμα αγνό, γιατί δεν έχει διαφθαρεί από τη “μηχανική” λογική της Δύσης. Η ελευθερία δεν είναι εξωτερικό δικαίωμα αλλά εσωτερική πράξη αυτοκαθορισμού.
Έτσι, η “αποστολή” του γερμανικού έθνους ταυτίζεται με την πραγμάτωση της ελευθερίας στην Ιστορία.
Αυτή η σκέψη είναι ακόμη ιδεαλιστική· δεν περιέχει φυλετικό στοιχείο. Ωστόσο, προετοιμάζει την ιδέα ότι ένα έθνος μπορεί να είναι ο κατεξοχήν φορέας του Πνεύματος — ιδέα που αργότερα θα πάρει σκοτεινότερες μορφές.
Ο Φρήντριχ Βίλχελμ Γιόζεφ φον Σέλλινγκ, συνδυάζοντας φιλοσοφία της Φύσης και Θεολογία, αντιλαμβάνεται το Απόλυτο ως ζώσα ενότητα του φυσικού και του πνευματικού. Στον Σέλλινγκ, το θείο δεν είναι αφηρημένη έννοια αλλά μία ζώσα, ενεργή και δημιουργική αρχή που αποκαλύπτεται στην Ιστορία.
Η Ιστορία, λέει, είναι μια διαδικασία αποκάλυψης του Θεού μέσα από τα έθνη, τις θρησκείες και τα έργα του ανθρώπου. Το κάθε έθνος συμβάλλει με τον δικό του τρόπο σε αυτή την κοσμική αποκάλυψη· και η Γερμανία, για τον Σέλλινγκ, είναι το σημείο όπου το Πνεύμα στοχάζεται τον εαυτό του.
Η αντίληψη αυτή είναι μυστικο-μεταφυσική, όχι πολιτική. Όμως, αργότερα, οι ρομαντικοί εθνικιστές θα μεταφράσουν αυτή τη “θεία αποστολή” σε ιστορική ανωτερότητα. Έτσι, μια φιλοσοφία του Πνεύματος θα γίνει, με τη στρέβλωση του χρόνου, φιλοσοφία του Έθνους.
Στον Χέγκελ, η έννοια της αποστολής αποκτά ιστορική και συστηματική μορφή. Στη Φιλοσοφία της Ιστορίας διακηρύσσει ότι κάθε εποχή έχει έναν “λαό του Πνεύματος” — έναν λαό στον οποίο το Απόλυτο αποκτά συνείδηση του εαυτού του.
Για τον Χέγκελ, στην εποχή του, αυτός ο λαός είναι οι Γερμανοί. Όχι γιατί είναι ανώτεροι βιολογικά, αλλά γιατί το πνεύμα της ελευθερίας έχει γίνει θεσμός μέσα από το κράτος και τη φιλοσοφία τους.
Η Γερμανία, επομένως, δεν είναι ένα απλό έθνος· είναι το όχημα της Ιστορίας προς την ελευθερία.
Η φράση αυτή, που για τον Χέγκελ έχει καθαρά οντολογική σημασία, θα αποκοπεί από το σύστημά του και θα αποκτήσει πολιτική ζωή. Ο Χέγκελ πέθανε το 1831· το 1871 η Γερμανία ενώθηκε υπό τον Βίσμαρκ. Η φιλοσοφική αποστολή έγινε κρατική ιδεολογία.
Μετά το 1871, η γερμανική ενότητα συνοδεύεται από έναν νέο λόγο αυτοκατανόησης. Ο ρομαντικός ιδεαλισμός μετατρέπεται σε εθνικό πεπρωμένο: η Γερμανία είναι ο οργανισμός της Ιστορίας, το ζωντανό σώμα του Πνεύματος. Η μεταφυσική της ενότητας γίνεται βιολογική, η ηθική της λογικής γίνεται πειθαρχία, και το “Deutscher Geist” μετατρέπεται σε Volksgeist — σε πνεύμα του λαού.
Αυτή η μετατόπιση είναι καίρια: από την καθολικότητα του Πνεύματος στον ιδιαίτερο μύθο του Έθνους. Ο φιλοσοφικός λόγος που ξεκίνησε ως απόπειρα καθολικής συμφιλίωσης μετασχηματίζεται σε μηχανισμό αυτοδικαίωσης. Το έθνος δεν είναι πλέον συμμετέχων στην ιστορία, αλλά ο “εκλεκτός” της.
Ο Μάρτιν Χάιντεγγερ, στον 20ό αιώνα, κληρονόμος του ιδεαλιστικού λεξιλογίου, επανερμηνεύει το ζήτημα της αποστολής με οντολογικούς όρους. Για τον Χάιντεγγερ, το Είναι αποκαλύπτεται μέσα από το ανθρώπινο Dasein, και η Ιστορία είναι ιστορία της λήθης του Είναι.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, ωστόσο, μέσα στη φρενίτιδα της πολιτικής κρίσης και της ανόδου του εθνικοσοσιαλισμού, ο Χάιντεγγερ θα συνδέσει, έστω προσωρινά, την αποστολή του γερμανικού λαού με την επανεκκίνηση της Δύσης.
Ο “νόμος του Είναι” θα συναντήσει το “πεπρωμένο του Volk”.
Εδώ, ο κύκλος κλείνει: η αποστολή του πνεύματος, που ξεκίνησε ως φιλοσοφική αναζήτηση της ελευθερίας, γίνεται πολιτική απολογία της μοίρας. Από τον Καντ στον Χάιντεγγερ, η καθολική Λογική έχει μεταμορφωθεί σε Εθνικό Είναι.
Το παράδοξο είναι βαθύ: η ίδια παράδοση που ανέδειξε την αυτονομία της λογικής, τη γενναιότητα της ελευθερίας, και την αξία της συνείδησης, καταλήγει — μέσα από παρερμηνείες και ιστορικές αναγκαιότητες — να τροφοδοτεί την αυταρχικότητα, τη μοιρολατρία και τη συλλογική ταύτιση.
Αλλά η ευθύνη δεν βαραίνει τη φιλοσοφία· βαραίνει την ιδεολογική χρήση της φιλοσοφίας.
Ο Καντ μίλησε για τον άνθρωπο ως σκοπό καθαυτόν·
ο Φίχτε για τον λαό ως φορέα της ελευθερίας·
ο Χέγκελ για το Πνεύμα ως ιστορική αυτοσυνείδηση.
Οι ιδεολόγοι του 20ού αιώνα πήραν αυτά τα μεγαλοπρεπή σχήματα και τα μετέτρεψαν σε ρητορική ισχύος.
Η φιλοσοφία, στην καλύτερή της στιγμή, στοχάζεται την ελευθερία· στην χειρότερή της, γίνεται δικαιολογία για την εξουσία.
Η φιλοσοφική έννοια της “αποστολής” που αναπτύχθηκε στον γερμανικό ιδεαλισμό δεν υλοποιείται χωρίς θεσμικά μέσα και κοινωνικές δομές. Ο Μαξ Βέμπερ μας υπενθυμίζει ότι κάθε ιδέα αποκτά αποτελεσματικότητα μόνο μέσα από δομές εξουσίας, θεσμούς και την ανθρώπινη δράση. Το πνεύμα της αποστολής, όσο μεγαλόπνοο κι αν είναι, χρειάζεται μέσα και μηχανισμούς, είτε πρόκειται για εκπαιδευτικά συστήματα, είτε για γραφειοκρατικές δομές, είτε για χαρισματικούς ηγέτες που πείθουν τους ανθρώπους να την ακολουθήσουν.
Αυτό που ο Βέμπερ ονομάζει χαρισματική εξουσία συχνά μετατρέπει φιλοσοφικές ιδέες σε πολιτικά προγράμματα: η “αποστολή” δεν παραμένει απλώς ηθικό ή πνευματικό κάλεσμα, αλλά γίνεται μέσο νομιμοποίησης πολιτικής κυριαρχίας. Στην περίπτωση της γερμανικής φιλοσοφίας, η ιδέα του “λαού του Πνεύματος” μπορεί να δειχθεί ως τέτοιο χαρισματικό πρόταγμα: οι αξίες της λογικής, της ελευθερίας ή της εσωτερικής πνευματικής αποστολής μετατρέπονται σε πολιτικό όχημα, ενισχύοντας την πειθαρχία, τη συλλογική ταύτιση και, τελικά, την ιδεολογική ισχύ.
Έτσι, ο Βέμπερ προσφέρει μια κριτική κοινωνιολογική οπτική: η μεταφυσική αποστολή αποκτά πολιτική ζωή όχι μέσω της φιλοσοφικής αλήθειας της, αλλά μέσω των μέσων εξουσίας και της οργανωμένης δράσης που επιτρέπουν την εφαρμογή της. Η θεωρία γίνεται πράξη, και η πράξη αναδεικνύει το πολιτικό και κοινωνικό παράδοξο της φιλοσοφικής ιδέας: η ανώτερη έννοια της πνευματικής αποστολής μπορεί να εξελιχθεί σε μηχανισμό κυριαρχίας, όπως ακριβώς συνέβη στον 20ό αιώνα.
Η έννοια του “περιούσιου λαού” αποτελεί ένα από τα θεμέλια της δυτικής μεταφυσικής της ιστορίας. Ενσαρκώνει την πεποίθηση ότι η ανθρώπινη συλλογικότητα μπορεί να φέρει εντός της ένα είδος υπερβατικού νοήματος, ότι υπάρχει δηλαδή κάποια διαλεκτική της εκλογής μέσα στην ιστορική πορεία. Στην εβραϊκή θεολογία, η εκλογή του Ισραήλ δεν δηλώνει προνόμιο, αλλά ευθύνη: την υποχρέωση να γίνει ο διαμεσολαβητής του Θεού στην ιστορία, ο φορέας ενός ηθικού παραδείγματος. Όταν όμως αυτή η έννοια μετασχηματίζεται μέσα από τον γερμανικό ιδεαλισμό, το θεολογικό της περιεχόμενο μετατοπίζεται: από ηθική διακονία σε οντολογική αποστολή.
Στους Φίχτε, Χέγκελ και αργότερα στον Χάιντεγγερ, η ιδέα της εκλογής του λαού αναδύεται ως φιλοσοφικό αντίστοιχο της θείας χάριτος. Ο “λαός του Πνεύματος” δεν καλείται πλέον να υπηρετήσει τον Θεό, αλλά να εμφανίσει την Αλήθεια μέσα στην ιστορία. Στον Φίχτε, το γερμανικό έθνος φέρει το καθήκον να διατηρήσει την καθαρότητα της “γλώσσας του Λόγου”· στον Χέγκελ, η παγκόσμια ιστορία εξελίσσεται ως διαλεκτική όπου κάθε λαός έχει τον ρόλο του, έως ότου ο “λαός του απόλυτου Πνεύματος” φανερώσει το τελικό στάδιο της αυτογνωσίας του Όλου. Ο Σέλλινγκ, τέλος, επιχειρεί να υπερβεί αυτή την ιστορικο-θεολογική λογική, ωστόσο διατηρεί την πεποίθηση ότι κάθε εποχή και κάθε έθνος φέρει μια θεία ιδέα προς πραγμάτωση. Έτσι, η μεταφυσική της εκλογής επιβιώνει μέσα στο φιλοσοφικό της ένδυμα.
Αυτή η μεταμόρφωση έχει καθοριστικές συνέπειες. Ενώ η βιβλική εκλογή είναι σχέση με το Άλλο – σχέση υπακοής, ευθύνης και αγάπης – η φιλοσοφική εκλογή του ιδεαλισμού γίνεται αυτοαναφορική. Ο “περιούσιος λαός” του Θεού μετασχηματίζεται σε “περιούσιο εαυτό” της Ιστορίας. Ο θεός που καλεί μετατρέπεται σε Πνεύμα που ενσαρκώνεται, και το αντικείμενο της πίστης γίνεται αντικείμενο του εθνικού στοχασμού. Η αποστολή απολυτοποιείται, και το εθνικό υποκείμενο νοείται πλέον ως φορέας του καθολικού Λόγου. Από αυτήν ακριβώς την αντιστροφή προκύπτει η μεταφυσική ύβρις: εκεί όπου το πνεύμα της υπακοής εκφυλίζεται σε πνεύμα εξουσίας.
Η ιδέα του “περιούσιου λαού” έτσι αποκαλύπτει τη διπλή της φύση: μπορεί να θεμελιώσει το ήθος της ευθύνης ή να το εκμηδενίσει μέσα στη λογική της αποστολής. Όταν η εκλογή παύει να σημαίνει τη συμμετοχή σε ένα καθολικό σχέδιο και μετατρέπεται σε βεβαιότητα υπεροχής, η θεολογία γίνεται ιδεολογία, και η σωτηριολογία μετατρέπεται σε πολιτική οντολογία. Εδώ η γερμανική φιλοσοφία του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα φέρει ένα τραγικό παράδοξο: ενώ επιδιώκει να καθολικοποιήσει το πνεύμα, το δεσμεύει μέσα στην ταυτότητα ενός λαού. Από την “εκλογή του Ισραήλ” περνάμε έτσι στην “εκλογή του γερμανικού Πνεύματος”, και από τη θεία κλήση στο ιστορικό πεπρωμένο — μια μετάθεση που θα αποδειχθεί πολιτικά εκρηκτική στον αιώνα που ακολούθησε.
Ίσως κάθε ιδέα «εκλογής» να μην είναι τίποτε άλλο παρά ένας νόστος που μεταμφιέζεται σε αποστολή. Ο περιούσιος λαός, είτε εννοηθεί θεολογικά είτε φιλοσοφικά, δεν επιλέγεται για να επιβληθεί αλλά για να επιστρέψει — να φέρει ξανά στο φως το αληθινό νόημα της ύπαρξης: ότι το Είναι δεν είναι κυριότητα, αλλά ευθύνη. Η εκλογή, έτσι νοούμενη, είναι πάντοτε τραγική· δεν χαρίζει προνόμιο, αλλά επιφορτίζει με βάρος.
Όμως η νεωτερικότητα, στη μέθη της αυτοθέσμισης, μετέτρεψε την εκλογή σε υπεροχή. Κάθε φορά που ένα έθνος φαντάζεται πως είναι ο εκλεκτός φορέας της Ιστορίας, το φιλοσοφικό βάθος της εκλογής μετατρέπεται σε ιδεολογία προορισμού· ο νόστος χάνεται και μένει μόνο η οίηση της αποστολής.
Στον 20ό αιώνα, αυτή η μεταστροφή αποδείχθηκε μοιραία. Ο περιούσιος λαός του θεολογικού μύθου, που εκλέγεται για να φέρει φως, αντικαταστάθηκε από τον εθνικά εκλεκτό λαό, που πιστεύει πως είναι φως. Η αποστολή του δεν είναι πλέον να υπηρετήσει το ανθρώπινο, αλλά να το ορίσει· όχι να γνωρίσει την αλήθεια, αλλά να την επιβάλει. Η φιλοσοφία γίνεται προπαγάνδα, η οντολογία γίνεται γεωπολιτική, και το “Είναι” εκπίπτει σε ιστορική ιδιοκτησία. Έτσι, η υπεροχή παρουσιάζεται ως φυσική αποστολή, και ο άλλος άνθρωπος — ή ο άλλος λαός — ως εμπόδιο στον “νόστο” προς την τελειότητα.
Αλλά ο αληθινός νόστος, ο εσωτερικός, δεν χρειάζεται νίκες ούτε θριάμβους. Είναι μια επιστροφή στην ταπεινότητα του Είναι. Αν η ανθρωπότητα έχει κάτι να διδαχθεί από τα ερείπια του 20ού αιώνα, είναι ότι κάθε εκλογή χωρίς αυτοκριτική μετατρέπεται σε ύβρη, και κάθε αποστολή χωρίς αγάπη σε καταστροφή. Η φιλοσοφία, όταν λησμονεί το τραγικό στοιχείο της εκλογής, υπηρετεί τη βία που ήθελε να αποτρέψει.
Στο τέλος, ο νόστος του ανθρώπου — και κάθε λαού — δεν είναι η επιστροφή στην ισχύ, αλλά η επιστροφή στη συνείδηση. Να θυμηθεί ότι το Είναι είναι κοινό, ότι κανείς δεν είναι αληθινά εκλεκτός αν δεν μπορεί να δει τον εαυτό του μέσα στο βλέμμα του άλλου.
Ίσως αυτός να είναι ο αληθινός νόστος: η επιστροφή όχι στην Ιθάκη της εξουσίας, αλλά στη συνείδηση του ορίου· εκεί όπου το φως δεν ανήκει σε κανέναν, αλλά καλεί όλους.
Στον 21ο αιώνα, η ιδέα της “αποστολής” δεν ανήκει πια στα έθνη, αλλά στις κοινότητες που επιδιώκουν να συνθέσουν ξανά τον κατακερματισμένο κόσμο. Η φιλοσοφία καλείται να θυμίσει ότι κάθε ταυτότητα χωρίς αυτοκριτική οδηγεί σε ύβρη — και ότι το Πνεύμα, αν έχει κάποια αποστολή σήμερα, είναι να κρατήσει ανοιχτό τον διάλογο ανάμεσα στους ανθρώπους. Γιατί μόνον τότε το Πνεύμα θα θυμηθεί ξανά ότι η αποστολή του είναι η κατανόηση, όχι η κυριαρχία.
*Σημείωση: Οι απόψεις των αρθρογράφων αποτελούν προσωπικές θέσεις και δεν αποτελούν τυχόν θέσεις του newshub.gr
-
28 Οκτωβριου 2025, 18:35ΟΦΗ-Ηρακλής 3-1: Με ανατροπή στην κορυφή του Κυπέλλου Ελλάδας η κρητική ομάδα -
28 Οκτωβριου 2025, 12:58Ηράκλειο: Ένταση και αποδοκιμασίες στην κατάθεση στεφάνου – Θερμό επεισόδιο με τον Γ.Γ. Πρωτοβάθμιας, Δευτεροβάθμιας & Ειδικής Αγωγής (φωτο) -
28 Οκτωβριου 2025, 15:48Σε διαρκή αποκλεισμό του ΒΟΑΚ προχωρούν οι κτηνοτρόφοι -
27 Οκτωβριου 2025, 22:36Όλα είναι έτοιμα για το παγκρήτιο συλλαλητήριο των κτηνοτρόφων στο Ηράκλειο με προσυγκέντρωση στο ύψος του παλιού ΚΤΕΟ -
28 Οκτωβριου 2025, 18:50Ηράκλειο: Πρώην άνεργοι μπήκαν σε πρόγραμμα της ΔΥΠΑ για να φτιάξουν τη δική τους επιχείρηση και δεν έχουν δει ούτε ευρώ της επιδότησης των 17.000 ευρώ -
28 Οκτωβριου 2025, 10:35Έλος Κισσάμου: Σήμερα το τελευταίο αντίο στον 52χρονο που δολοφονήθηκε – Αγωνία για κλιμάκωση της έντασης
