Ήταν ρεαλιστική η Μεγάλη Ιδέα;
Απόσπασμα από το ιστορικό δοκίμιο 1821-2021: Ρέκβιεμ ή Αναγέννηση;, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Ένα ερώτημα που επανέρχεται αδιάκοπα στη συζήτηση είναι το εάν ήταν βάσιμες οι ελπίδες των Ελλήνων για μια εθνική ολοκλήρωση στα όρια της Μεγάλης Ιδέας, ή μήπως αποτελούσαν μια φενάκη, μια αυταπάτη. Μήπως δηλαδή τα πληθυσμιακά μεγέθη, το οικονομικό δυναμικό και η γεωγραφία δεν επέτρεπαν μια «μεγάλη επιστροφή» των Ελλήνων μετά το 1453 και τελικώς θα ήταν προτιμότερο να αρκεστούμε σε «αυτά που είχαμε ήδη».
Νομίζω πως δείξαμε ότι, εάν οι Έλληνες ακολουθούσαν μια τέτοια λογική, ίσως δεν θα είχαν καν ξεκινήσει την Επανάσταση και πάντως θα αρκούνταν στα όρια του Παγασητικού-Αμβρακικού όπου έφθαναν τα σύνορα μέχρι το 1864 ή ακόμα και το 1881. Άλλωστε, από πάρα πολλούς και όχι τους πλέον άσημους, προτασσόταν αδιάκοπα η λογική να αρκεστούμε σε «λίγα και καλά». Να θυμίσουμε πως, ακόμα και μέχρι το 1909, πάρα πολλοί έβλεπαν τον Μακεδονικό Αγώνα όχι ως αγώνα για απελευθέρωση, αλλά προς απόκρουση των βουλγαρικών βλέψεων στο εσωτερικό της οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Και αυτό που αμφισβητείται πριν από όλα είναι η δυνατότητα του ελληνισμού να απελευθερώσει τις ελληνικές περιοχές που βρίσκονταν στη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη και την Ανατολική Θράκη. Οι οπαδοί του «ρεαλισμού», της Αριστεράς, αλλά και της Δεξιάς, «απεδέχθησαν» τελικώς –μετά από δεκαετίες για την Αριστερά και τον «Μακεδονισμό» της – το αδιανόητο πριν το 1912-13 γεγονός της απελευθέρωσης της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, στη λογική της αποδοχής των απελευθερωτικών τετελεσμένων. Όμως, σε ό,τι αφορά στο 1922, επιμένουν πως η κατάληξη ήταν λίγο πολύ αναπόφευκτη: Η Ελλάδα «κέρδισε ό,τι θα μπορούσε να κερδίσει» και αν το είχε συνειδητοποιήσει νωρίτερα δεν θα είχε αποδυθεί σε αυτή τη μεγάλη περιπέτεια. Εδώ, ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Νίκος Ζαχαριάδης συμπίπτουν απόλυτα.
Θα πρέπει να ομολογήσω πως για πολλές δεκαετίες στοχάζομαι και αναστοχάζομαι πάνω σε αυτό το εξαιρετικά περίπλοκο ζήτημα, καθώς υπεισέρχονται παρά πολλοί παράγοντες:
Εάν συγκρίνουμε τους δύο πληθυσμούς, ο τουρκικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας και της Θράκης ήταν ανάλογου μεγέθους με τον συνολικό ελληνικό πληθυσμό. Βεβαίως, οι μουσουλμάνοι υπερείχαν κατά πολύ του ελληνικού πληθυσμού στη Μικρά Ασία, αλλά ποτέ η Ελλάδα δεν επεδίωξε να την καταλάβει ολόκληρη, αντίθετα, όπως επαναλάμβανε ο Βενιζέλος, οι ελληνικές διεκδικήσεις περιορίζονταν στις περιοχές όπου υπήρχε εθνολογική βάση γι’ αυτές.

Εάν, δε, παραπέμψουμε στο οικονομικό, πνευματικό και πολιτιστικό δυναμικό, ο ελληνισμός, συμπεριλαμβάνοντας τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, ήταν ισχυρότερος, κατά πολύ, από τον τουρκισμό. Στο οικονομικό πεδίο, το 1912, οι Έλληνες της οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήλεγχαν το 43% του εσωτερικού εμπορίου και το 49% της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας· εάν συνυπολογίσουμε δε το οικονομικό δυναμικό του ελλαδικού κράτους και της εκτός Τουρκίας διασποράς της καθ’ ημάς Ανατολής, η διαφορά των μεγεθών καθίσταται συντριπτική υπέρ των Ελλήνων.
Μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους, τα στρατιωτικά μεγέθη ήταν εξαιρετικά άνισα, διότι από τη μία πλευρά βρισκόταν ένα σχετικά μικρό και αδύναμο ελληνικό κράτος και από την άλλη πλευρά μια Αυτοκρατορία που μπορούσε να κινητοποιεί πολύ περισσότερους πόρους και δυνάμεις. Όμως, εν συνεχεία, τα πράγματα μεταβάλλονται άρδην, η Αυτοκρατορία αποσυντίθεται, χάνει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της και στην καλύτερη περίπτωση μένει απλώς ένας τουρκικός πυρήνας σε κρίση, σπαρασσόμενος από εμφύλιες διαμάχες.
Συνεπώς, και μάλλον με αστραπιαία ταχύτητα, εξελίσσονται δύο παράλληλες διαδικασίες. Από τη μία πλευρά η κρίση του τουρκισμού και από την άλλη η ταχύτατη ενίσχυση του ελληνισμού. Σε τέτοιες συνθήκες δημιουργείται μια εξαιρετικά ασταθής ισορροπία και αρκούν μερικές κινήσεις για να γύρει η ζυγαριά από τη μια ή την άλλη πλευρά. Και, ουσιαστικά, από το 1915 μέχρι το 1922, όλα κρίνονται κυριολεκτικώς στην κόψη του ξυραφιού. Είτε ο ελληνισμός θα ολοκλήρωνε την ανασυνθετική πορεία που είχε αρχίσει το 1821, ξανακερδίζοντας mutatis mutandis τον ρόλο και τον χώρο που κατείχε μέχρι το 1204, και ο τουρκισμός θα περιοριζόταν στα μεγέθη που αποκάλυψε η κατάρρευση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας – ως μια σημαντική μικρασιατική δύναμη στα όρια του κράτους των σελτζουκιδών. Είτε, όπως και συνέβη, ο ελληνισμός θα κατέρρεε –με μία καταστροφή– και θα περιοριζόταν στην ελληνική χερσόνησο, έχοντας οριστικά χάσει τον μικρασιατικό του πνεύμονα, τον Βόσπορο, και την ιστορική του πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, και εν συνεχεία θα βυθιζόταν σε μια μακρά εμφυλιοπολεμική παρακμή, όπως συμβαίνει πάντοτε με τους ηττημένους. Αντίθετα, ο τουρκισμός θα έμπαινε σε μια πορεία ανασυγκρότησης και ανόδου, κατέχοντας τη σημαντικότερη ίσως παγκόσμια γεωπολιτικά δίοδο, τα Στενά, και μια από τις σημαντικότερες πόλεις του κόσμου, την Κωνσταντινούπολη.
Και το γεγονός ότι αυτό το εγχείρημα ήταν εφικτό και στα μέτρα του ελληνισμού έχει αφήσει ένα βαθύτατο τραύμα στην ελληνική εθνική συνείδηση. Οι Έλληνες δεν μπορούν να πιστέψουν ότι απώλεσαν από δικά τους σφάλματα πατρογονικές εστίες χιλιετιών και ότι στο εξής θα έπρεπε να προσαρμοστούν οριστικά στα μεγέθη ενός μεσαίου και συρρικνούμενου δημογραφικά έθνους-κράτους.
Το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο, τότε και τώρα δυστυχώς, εθισμένο στη μικροπολιτική και βολεμένο στην ξενοκρατία, δεν μπορούσε να διανοηθεί καν μια εξέλιξη που μπορούσε να μεταβάλει το ελληνικό κράτος στον σημαντικότερο παράγοντα της Ανατολής και «δικαίως» την θεωρούσε έξω και πάνω από τα μέτρα του. Γι’ αυτό και η ανανεωτική δυναμική ερχόταν κατ’ εξοχήν από τα «έξω», από τον αλύτρωτο ελληνισμό. Οικονομικά, από τους Έλληνες του εξωτερικού που αιμοδοτούσαν διαρκώς την ελλαδική οικονομία, το εκπαιδευτικό σύστημα, την πολιτιστική ζωή. Από τα Επτάνησα, κέντρο του ριζοσπαστισμού της Μεγάλης Ιδέας –εξ ου και ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Βαλαωρίτης, ο Πανάς, ο Χοϊδάς–, από τη Μακεδονία προς τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού, και κυρίως από την Κρήτη, η οποία με τις αδιάκοπες επαναστάσεις της δεν έδινε τη δυνατότητα στον μικροελλαδισμό να κυριαρχήσει και ανέτρεπε διαρκώς τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες. Και εν τέλει, η Κρητική Επανάσταση θα προσφέρει και τον μεγάλο πολιτικό που θα επιχειρήσει να ενώσει οριστικά το ελλαδικό κράτος με τον ευρύτερο ελληνισμό, σε ένα νέο ουσιαστικά κρατικό μόρφωμα με κέντρο την ιστορική του πρωτεύουσα.
Όμως υπήρχε μια προϋπόθεση γι’ αυτό το εγχείρημα, εφικτό πλέον λόγω των τεκτονικών γεωπολιτικών αλλαγών που ανέσκαπταν ολόκληρη την περιοχή: Ότι και το εσωτερικό πολιτικό σύστημα θα συμπαρατασσόταν σε αυτό. Διότι το ελληνικό κράτος θα παρέτασσε τις αναγκαίες στρατιωτικές δυνάμεις, αυτό θα αποφάσιζε για πόλεμο ή ειρήνη, αυτό θα διαπραγματευόταν. Συνεπώς, οι δυνάμεις του ελληνισμού και ο Βενιζέλος θα έπρεπε να πείσουν και τον πληθυσμό της ελεύθερης Ελλάδας, το εσωτερικό πολιτικό σύστημα, να συμμετάσχει σε αυτό το μεγάλο εγχείρημα. Και αν η ελληνική κοινωνία και ο στρατός, όπως φάνηκε με την επανάσταση του 1909 και τις θριαμβευτικές νίκες του Βενιζέλου στις εκλογές, έδειχναν έτοιμοι για κάτι τέτοιο, δεν συνέβαινε το ίδιο με τη μικροελλαδική ολιγαρχία και το νευραλγικό της κέντρο, το Παλάτι, ενάντια στο οποίο εξάλλου είχε στραφεί το κίνημα στο Γουδή. Οι τελευταίοι προέταξαν το στενό μικροελλαδικό συμφέρον απέναντι στη διαφαινόμενη αναπόφευκτη σύμπτωση ελληνισμού και ελλαδικού κράτους: είτε ως συμπερίληψη των βασικών κέντρων του ελληνισμού σε ένα διευρυμένο ελληνικό κράτος, είτε με τον ξεριζωμό του αλύτρωτου ελληνισμού και τη μεταφορά του, βιαίως, στο υπαρκτό κράτος, ως πρόσφυγες.
Επρόκειτο προφανώς για ένα εγχείρημα υψίστης δυσκολίας, διότι αντιστρατευόταν όχι μόνο τα συμφέροντα, αλλά το ίδιο το φαντασιακό των μικροελλλαδικών ελίτ. Αν μπορεί δε να προσαφθεί κάτι στον ηγέτη αυτής της απόπειρας είναι το μεγαλύτερο βάρος που προσέδιδε στην προσπάθεια προσεταιρισμού της ολιγαρχίας, σε μια απόπειρα εθνικής ενότητας, που απεδείχθη ουτοπική, αντί για την αποφασιστικότερη στήριξη στις λαϊκές δυνάμεις που τον είχαν φέρει στην εξουσία και τον στήριζαν.
Η ταχύτητα των εξελίξεων, που έθεταν το αίτημα της ιστορικής κρατικής ολοκλήρωσης του ελληνικού έθνους μέσα στον εξαιρετικά συμπυκνωμένο χρόνο μιας δεκαετίας, απαιτούσε και μεγάλες επαναστατικές τομές, πάλι μέσα σε ελάχιστο χρόνο, στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Έπρεπε να ξεριζωθεί με επαναστατικά μέτρα η δύναμη της ολιγαρχίας, που σε αυτές τις συνθήκες συσπειρωνόταν προνομιακά γύρω από το Παλάτι. Πιθανότατα με την εκθρόνιση της δυναστείας και οπωσδήποτε με την υποχρεωτική απομάκρυνσή της από την εμπλοκή της στην πολιτική ζωή της χώρας – απομάκρυνση που εκκινούσε και σχεδόν ταυτιζόταν με την αποστράτευσή της από το στράτευμα, όπως την είχε κατοχυρώσει η Επανάσταση του 1909.
Και το ότι αυτή η άκαιρα συμβιβαστική πολιτική ήταν εσφαλμένη απεδείχθη από το ότι όχι μόνο δεν απεφεύχθη ο διχασμός στην κορυφή, αλλά αυτός έφθασε μέχρι τη βάση χωρίζοντας στα δύο και τις κοινωνικές δυνάμεις του ελλαδικού κράτους και του ευρύτερου ελληνισμού τις οποίες ακριβώς ο Βενιζέλος επεδίωκε να συνενώσει· οι Έλληνες θα χωριστούν πάλι σε αυτόχθονες και ετερόχθονες· ο ελληνισμός δεν θα ολοκληρώσει την αναγκαία εθνοκρατική του μετάβαση – εξ ου και ο μεγάλος διχασμός.
Εν κατακλείδι, αυτή η μεγάλη δεκαετία κατόρθωσε μεν να διπλασιάσει τα μεγέθη του ελληνικού κράτους – τριπλάσιου πλέον από εκείνο του 1830–, αλλά το τίμημα ήταν τεράστιο. Ο ελληνισμός έχασε οριστικά τη δυνατότητα της ανασύστασης του ιστορικού υστεροβυζαντινού έθνους-κράτους του και στο εξής θα είναι υποχρεωμένος είτε να ενσωματώσει πληθυσμιακά, πολιτιστικά, οικονομικά τον τεράστιο πλούτο του ελληνισμού σε ένα μικρότερο έδαφος είτε να πέσει στη δίνη μιας ανέκκλητης παρακμής. Και, εκατό χρόνια μετά, το διακύβευμα παραμένει ακόμα ανοικτό. Διότι στα εκατό χρόνια που ακολούθησαν πραγματοποιήθηκε εν μέρει και κουτσουρεμένα αυτή η ενσωμάτωση, την οποία ευαγγελιζόταν η γενιά του 30, αλλά ταυτόχρονα οι εμφύλιες διαμάχες και η παρακμιακή ροπή παρέμειναν πανίσχυρες. Προφανώς δε, στην επόμενη περίοδο, θα πέσει οριστικά η ετυμηγορία της ιστορίας.
Υ. Γ. Οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις και η Ελλάδα
Αν μελετήσουμε την απελευθερωτική πορεία του ελληνικού έθνους, από τον 18ο αιώνα και μετά, θα διαπιστώσουμε μια εκπληκτική και συνάμα τραγική συνθήκη. Οι δύο μεγάλες επαναστάσεις της Ευρώπης, η γαλλική και η ρωσική, είχαν αρνητικές επιπτώσεις στις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις.
Στην πρώτη περίπτωση, της γαλλικής Επανάστασης, αυτή προκάλεσε το τέλος του «Πολέμου των Τριών Ιμπερίων» – όταν δηλαδή η ρωσική και αυστροουγγρική αυτοκρατορία, μετά το 1788, επιχείρησαν για πρώτη φορά στα σοβαρά να διαμελίσουν την οθωμανική Αυτοκρατορία, και η οποία διεσώθη τελικώς από τη… γαλλική Επανάσταση. Και αυτό διότι η Επανάσταση οδήγησε σε συσπείρωση των Ευρωπαίων ηγεμόνων εναντίον της (πρώτη η Αυστροουγγαρία αποχώρησε από τη συμμαχία και σύντομα ακολούθησε και η Ρωσία) και έσπρωξε αντίθετα τη Ρωσία, για πρώτη φορά στην ιστορία της, σε συμμαχία με τον σουλτάνο ενάντια στους Γάλλους. Ο Ρήγας Βελεστινλής θα προσπαθήσει να πείσει τον Ναπολέοντα να υποκαταστήσει αυτός τους Ρώσους, ως δύναμη ανατροπής της οθωμανικής κυριαρχίας, και θα αποτύχει οικτρά.
Και οι αντιφατικές συνέπειες της γαλλικής Επανάστασης θα φτάσουν πολύ μακριά. Από τη μία πλευρά θα πυροδοτήσουν ένα επαναστατικό-ανατρεπτικό πνεύμα σε όλη την Ευρώπη, εν μέρει και στην Ελλάδα, και, από την άλλη, θα ενισχύσουν την Ιερά Συμμαχία και τη θεωρία της ακεραιότητας της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το αποτέλεσμα ήταν πως η Ρωσία θα κινηθεί ενάντια στους Οθωμανούς μόλις το 1827, όταν η ελληνική Επανάσταση έπνεε τα λοίσθια κάτω από τις οπλές των ιππέων του Ιμπραήμ.
Κατ’ αναλογία, και με ακόμα πιο δραματικές συνέπειες, το ίδιο θα συμβεί με την οκτωβριανή Επανάσταση. Από τη μια πλευρά, θα σώσει τον απειλούμενο με οριστική αποσύνθεση οθωμανισμό και, από την άλλη, θα πυροδοτήσει ένα κύμα επαναστατικού ενθουσιασμού στην Ευρώπη και την Ελλάδα.
Αυτή η αντιφατική σχέση της Ελλάδας και του ελληνικού κόσμου με τις δύο μεγάλες ευρωπαϊκές επαναστάσεις καταδεικνύει –εάν χρειαζόταν κάτι τέτοιο– την ελληνική ιδιαιτερότητα. Από τη μία πλευρά, συνδεδεμένη με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη διανόηση και τις εμπορικές ελίτ της χώρας, από την άλλη, σε μια ιδιότυπη αποικιακή σχέση με την οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Δύση ταυτόχρονα. Γεγονός που δεν της επέτρεψε εν τέλει να πραγματοποιήσει την εθνική της ολοκλήρωση. Εξ ου και η κυριολεκτικά σχιζοφρενική σχέση που επισημάναμε.
*Σημείωση: Οι απόψεις των αρθρογράφων αποτελούν προσωπικές θέσεις και δεν αποτελούν τυχόν θέσεις του newshub.gr
-
25 Οκτωβριου 2025, 08:00Ετήσια Εκδήλωση Hotel Wellness Spa Services 2025 - "Μια βραδιά αφιερωμένη στους ανθρώπους μας" -
24 Οκτωβριου 2025, 10:55Μάχη για τις επιδοτήσεις: 15 μέρες «ανηφόρα» για τις πληρωμές από τον ΟΠΕΚΕΠΕ ενώ αγροτο-κτηνοτρόφοι ζεσταίνουν τα τρακτέρ -
24 Οκτωβριου 2025, 07:06ΟΠΕΚΕΠΕ: Επανέρχεται η υπόθεση με τους 250ρηδες – Να πώς βρήκαν οι επιτήδειοι τις αδήλωτες εκτάσεις για να κάνουν τις κομπίνες τους! -
24 Οκτωβριου 2025, 10:10Βολές στο κέντρο... της Παρασκευής! -
25 Οκτωβριου 2025, 13:36Ηράκλειο: Άγνωστος που ακολουθεί νεαρά κορίτσια, σκορπά ανησυχία σε μια ολόκληρη περιοχή -
24 Οκτωβριου 2025, 09:00Ηράκλειο: Ζέχνει ο αγωγός που ρίχνει βρώμικα νερά στη θάλασσα, δίπλα τα ενετικά τείχη (Φωτο & Βίντεο)
