Σκοτώνεται σε συμπλοκή ο θρυλικός λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας
Η γέννηση του περιβόητου λήσταρχου Γιαγκούλα, του φόβου και τρόμου του Ολύμπου, παραμένει άγνωστη, αν και μία πιθανή χρονολογία είναι το 1894. Είδε το φως του κόσμου κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα στο χωριό Μεταξάς κοντά στα Σέρβια Κοζάνης. Ο θάνατός του στις 20 Σεπτεμβρίου 1925, υπήρξε ωστόσο, επεισοδιακός όσο και ο βίος του και έγινε πρώτη είδηση.
Ο αμφιλεγόμενος Φώτης Γιαγκούλας, ο άνθρωπος που λέγεται ότι είχε στο ενεργητικό του τόσους φόνους όσες και αγαθοεργίες, αγαπούσε την καλή ζωή, γοήτευε τις γυναίκες και ευκαιρίας δοθείσης, χλεύαζε και εξευτέλιζε τη χωροφυλακή.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη «Φώτης Γιαγκούλας: Ο απέθαντος και άλλες ληστρικές ιστορίες» (εκδόσεις Μεταίχμιο), «[…] Ο λήσταρχος Φώτης, γνωστός ως Φώτος ή Φώτης Γιαγκούλας [….] ξεκινά τη δράση του με ένα ‘έγκλημα τιμής’, καθώς κατεβαίνει στην Αθήνα και φονεύει έναν υπομοίραρχο που είχε βιάσει μια ξαδέλφη του. Στη συνέχεια «βγαίνει στο κλαρί», επικηρύσσεται το 1920 και σκοτώνεται σε συμπλοκή με τα καταδιωκτικά αποσπάσματα. Έδρασε κυρίως στην περιοχή του Ολύμπου, με φόνους, ληστείες και απαγωγές να καταγράφονται στο ενεργητικό του, ενώ για ένα μικρό διάστημα διέμεινε στην Αθήνα, όπου ανέπτυξε σχέση με κυρία της αριστοκρατίας, φυσικά».
Κατά μία άλλη εκδοχή, στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου, ο νεαρός Γιαγκούλας κατηγορήθηκε για ζωοκλοπή από τους συγχωριανούς του, σε μια εποχή πείνας και εξαθλίωσης. Φώναζε ότι είναι αθώος, αλλά φυλακίστηκε για τέσσερις μήνες στη Λάρισα. Βγαίνοντας πήρε τα βουνά και τον δρόμο της παρανομίας.
O θρυλικός λήσταρχος λοιπόν, έδρασε την άγρια εποχή του Μεσοπολέμου στον Όλυμπο και στα Πιέρια, την Ελασσόνα και την Κοζάνη. Έστηνε τα καρτέρια του στις κλεισούρες και με τη συμμορία του, ριχνόταν σε ληστείες και απαγωγές. Η ιστορία του, όπως και οι ιστορίες άλλων ληστών και λησταρχαίων της εποχής, κυκλοφορούσαν σε φτηνά αναγνώσματα ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και τροφοδοτούσαν τη λαϊκή φαντασία. Ίσως, επειδή, όπως λέγεται, με τα κέρδη του βοηθούσε φτωχούς.
«Ο βασιλεύς των Ορέων»
Ο Γιαγκούλας ήταν επικηρυγμένος (αντί 600.000 χλμ δραχμών, ποσό πολύ υψηλό για την εποχή) και η χωροφυλακή τον κυνηγούσε μανιωδώς.
Για να μπορεί να κυκλοφορεί -και να πηγαίνει στις αγαπημένες του ταβέρνες- μεταμφιεζόταν. Συχνά πυκνά δε, καθόταν ακριβώς δίπλα στους χωροφύλακες και τους άκουγε να φλυαρούν για κείνον και να εξυφαίνουν σχέδια για τη σύλληψη του.
Μια φορά φεύγοντας από ένα ταβερνείο άφησε κάτω από το πιάτο του ένα χαρτάκι που έγραφε «βασιλεύς των Ορέων, Γιαγκούλας».
Ο εστιάτορας το βρήκε και το έδειξε στους κυνηγούς του. Εκείνοι φυσικά, έγιναν έξαλλοι.
Το γράμμα προς τον αρχηγό της χωροφυλακής
Κάποια στιγμή έφτασαν στα αφτιά του ιστορίες ότι οι χωροφύλακες κακομεταχειρίστηκαν χωρικούς, πρακτική που ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη κατά την καταδίωξη ληστών.
Εξοργισμένος έστειλε στον αρχηγό της χωροφυλακής ένα γράμμα, στο οποίο του εξηγούσε (με πολύ γλαφυρό τρόπο) τον λόγο για τον οποίον κανένας βοσκός δεν επρόκειτο να τον προδώσει.
Το γράμμα έγραφε τα εξής: «Τί πιέζεις τους εργατικούς ανθρώπους και τους κτηνοτρόφους αφού βρε κωλογαλονάδες γαμώ τ’ αστέρια σας και όλη την οικογένειά σας, αφού σας στέλλω είδηση όπου περνώ και δεν έρχεστε να πολεμήσωμε.
Τί φταίγει ο κόσμος ο εργατικός και τους κακοπιέζεις; Έλα εσύ ρε αρχίδι και γίνε τσομπάνος και αν θέλης πρόδωσέ με. Την μίαν την βραδυάν θα με προδώσεις, την άλλη την βραδυάν θα σε κόψω σαν τ’ αρνάκι. Από σήμερα και εντεύθεν να ξεύρης εάν κακοποιήσεις τους ανθρώπους θα σε κάνωμε στρατοκαρτέρια και θα σε πελεκήσωμε με τα σπαθιά μας. Τ’ άντερα σου θα σου τα κάνωμε κοκορέτσι και θα σου τα δώσουμε να τα φας. Κι αυτή τη στιγμή σε καλούμε να έλθης βρε αρχίδι να έλθης να πολεμήσωμε εδώ απάνω εις τον άγιον Προφήτην Ηλίαν...»
Η μεγάλη απόδραση
Η πρώτη μεγάλη, επισήμως καταγεγραμμένη, προσβολή προς τις αρχές ήταν όταν ο Γιαγκούλας απέδρασε σιδηροδέσμιος, μέσα από το τρένο που τον μετέφερε στο Γκεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη για να εκτίσει την ποινή του.
Οι αρχές τον είχαν συλλάβει λίγο νωρίτερα, αλλά ο Γιαγκούλας κατάφερε να γλιστρήσει μέσα από τα χέρια τους.
Η απόδραση έγινε για άλλη μια φορά θέμα στον Τύπο της εποχής, κυρίως εξαιτίας της… τακτικής του: Τους έβαλε να πιουν κρασί, έκανε τον κοιμισμένο και όταν οι χωροφύλακες όντες ζαλισμένοι αποκοιμήθηκαν, εκείνος πήδηξε έξω από το τρένο....
Με δυό σφαίρες
Ο Γιαγκούλας σκοτώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1925, στην Κλεφτόβρυση Ολύμπου. Η συμπλοκή κράτησε οκτώ ολόκληρες ώρες.
Ο Γιαγκούλας και η συμμορία του βρέθηκαν αντιμέτωποι με 27 χωροφύλακες, αγροφύλακες και καταδότες.
Επικεφαλής ήταν ο μοίραρχος της χωροφυλακής και ορκισμένος εχθρός του, Ιωάννης Πετράκης. Τελικά, ο Φώτος έπεσε νεκρός με δύο σφαίρες στην κοιλιά.
Στη συμπλοκή σκοτώθηκαν επίσης, ο συνεργάτης του, Πάνος Μπαμπάνης, ο λήσταρχος Τσαμήτρας και ο χωροφύλακας Κωνσταντίνος Σαλιώρας.
Τα κεφάλια των ληστών εκτέθηκαν σε κοινή θέα στην Κατερίνη, επάνω σε ένα κοντάρι μπροστά στο κτίριο του δικαστηρίου.
«Στις 26 Σεπτεμβρίου 1925 τα κεφάλια των Γιαγκούλα, Μπαμπάνη, Τσαμήτρα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και παραδόθηκαν στο ιατροδικαστικό εργαστήριο της οδού Σωκράτους. Και τα τρία διατηρούνταν σε καλή κατάσταση».
Η μαρτυρία για τον αποκεφαλισμό του
Σχετικά με τα όσα ακολούθησαν τον θάνατο του λήσταρχου, διασώζεται η εξής μαρτυρία:
«Ύστερα από το τέλος των τριών λήσταρχων, ένας κτηνοτρόφος, ονόματι Καλαϊτζής, παρακάλεσε το μοίραρχο Πετράκη να αναλάβει το μακάβριο έργο να κόψει αυτός το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα, και μάλιστα με το ίδιο μαχαίρι με το οποίο, όταν ο λήσταρχος ήταν εν ζωή, κατά τα λεγόμενα του Καλαϊτζή, τον είχε απειλήσει τέσσερις φορές να τον σφάξει.
Ο μοίραρχος το αποδέχθηκε, ‘διότι κανείς άλλος δεν ήθελε να κάνει το έργον του χειρούργου’. Και ο κτηνοτρόφος ‘όρμησε κατά του άψυχου Γιαγκούλα και τον ήρπασεν από τα μαλλιά. Έσυρε στο κατόπιν το μαχαίρι του ίδιου του λήσταρχου (ένα μικρό ευτελέστατον που κόβουν το ψωμί) και μετ’ ολίγον εχώριζε την κεφαλήν από το σώμα κρατήσας το μαχαίρι ως ενθύμιον αφού του το προσέφερεν ο κ. Πετράκης’».
Στις τσέπες του θα βρεθεί μια ερωτική επιστολή της Μπήλιως. Λέγεται ότι οι ερωμένες του ήταν τουλάχιστον πέντε, παρότι υπήρξε παντρεμένος με συγχωριανή του.
Η περίφημη, φονική «Παρδάλα»
Το κεφάλι του Γιαγκούλα, μαζί με την περίφημη «Παρδάλα» (με την οποία εκτιμάται ότι δολοφόνησε 54 ανθρώπους) εκτίθενται στο Εγκληματολογικό Μουσείο.
Στην «Παρδάλα», τη μαχαίρα του, που είχε αποκτήσει το 1917 και η οποία θεωρείται δείγμα της παρορμητικής, ιδιόμορφης και φλογερής ιδιοσυγκρασίας του, είχε χαράξει τα εξής λόγια:
«Προς τους πάντας. Μη δηνάμενος να εύρο ίδινος δικαίου παρά της δυκαιοσήνης των Ελλήνων, ηναγγάσθην να τονίσο το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεον η ύψηστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον από σήμερον εις πάντας τους αιωθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλη λησμονήση τα Ιερά καθήκοντά της προς αναμονή του δικαίου. Μαρτίου 1917».
Ελεύθερη απόδοση στη νέα ελληνική:
«Προς όλους. Επειδή δεν μπορώ να βρω δίκαιο στη δικαιοσύνη των Ελλήνων, αναγκάσθηκα να τονίσω το δίκαιο της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Από τώρα και στο εξής η ύψιστη αυτή λειτουργός της άνανδρης Δικαιοσύνης, η ονομαζόμενη ‘Παρδάλα’, έχει τον λόγο απέναντι σε όλους τους υπεύθυνους και άπιστους. Η λειτουργία αυτής της μαχαίρας θα είναι πάντα ειλικρινής και πότε δεν θα λησμονήσει τα ιερά της καθήκοντα για την απονομή του δικαίου. Μάρτιος 1917».
Το 1928 η ζωή και η δράση του Γιαγκούλα αποτέλεσαν το θέμα ομώνυμης ταινίας του Κομινάκη, σε μια εμβρυακή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου.
Τα τελευταία του λόγια - Παιδιά, την έφαγα, γεια σας...
Σε εκείνη τη μάχη του Ολύμπου ο «Φώτος», όπως τον έλεγαν πολλοί, δέχεται δύο σφαίρες, στα πλευρά και στην καρδιά. Σωριάζεται κάτω και αφήνει την τελευταία του πνοή. Ο Γιαγκούλας είναι επιτέλους νεκρός! Την ίδια μέρα θα σκοτωθεί επίσης στη μάχη ο συνεργάτης του Πάνος Μπαμπάνης και ο λήσταρχος Κώστας Τσαμήτας. Ο μόνος από τη συμμορία που επέζησε ήταν ο Λεωνίδας Μπαμπάνης που θα συλληφθεί (αν και αργότερα θα δραπετεύσει βγαίνοντας και πάλι στην παρανομία).
Από τα δύο παιδιά της απαγωγής, το μικρότερο, ο Μήτσος Ράπτης, που είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο και ετοιμαζόταν να πάει γυμνάσιο, δολοφονήθηκε από τους ληστές όταν επιχείρησε να διαφύγει εκμεταλλευόμενο τη μάχη. Το μεγαλύτερο, ο ξάδελφός του Νίκος Ράπτης, επέζησε, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ιατρική και ως επιστήμονας αργότερα κατέγραψε σε ημερολόγιο τα όσα έζησε. Από εκεί μαθαίνουμε μια σειρά από λεπτομέρειες της οκτάωρης μάχης που στοίχισε τη ζωή στον Φώτη Γιαγκούλα. «Το μέγα σφάλμα δι’ αυτούς (σ.σ.: τους ληστές) ήταν ότι εγκατέλειψαν τη σπηλιά, η οποία ήτο πραγματικό οχυρό και μεγάλη τύχη για τους χωροφύλακας, διότι αν ημύνοντο από το απυρόβλητο αυτό μέρος της σπηλιάς [...] τουλάχιστον οι μισοί χωροφύλακες θα εφονεύοντο. Αλλά ον Κύριος βούλεται απολέσαι, μωραίνει αυτόν. Ηλθεν η ώρα να τους καταδικάση η θεία δύναμις, δι’ όσα διέπραξαν» έγραψε.
Οταν τα μέλη της συμμορίας άρχισαν να παρακολουθούν με τις διόπτρες την κίνηση του ένστολου αποσπάσματος που ήταν έτοιμο να τους επιτεθεί, άρχισαν να συμπεραίνουν ποιος ήταν ο καταδότης τους. Ο κακοποιός Λεωνίδας Μπαμπάνης αρχικά υποστηρίζει ότι τους κατέδωσαν οι γονείς των απαχθέντων, αλλά ο Γιαγκούλας, ορθότερα σκεπτόμενος, διαφωνεί.
Προδοσία
«Πώς είναι δυνατόν να μας πρόδωσαν αυτοί, τη στιγμή που δεν ξέρουν ούτε σε ποια περιοχή βρισκόμεθα; Αλλά κι αν ήξεραν, δεν ήτο δυνατόν να μας τους φέρουν και μέσα εις το λημέρι. Ο προδότης, αγαπητέ μου, είναι άνθρωπος απ’ εδώ, και είναι ο φίλος ο δικός σου που δεν μ’ άφησες να του πάρω το κεφάλι. Μόνο αυτός ήξερε ότι βρισκόμαστε εδώ.
Αλλωστε τον πολίτη που βλέπω μέσα στους χωροφύλακες ένας απ’ τους δύο είναι, ή ο Γκόρτσος ή ο Καλατζής. Αλλά μονάχα να γλιτώσω από ’δω» λέει με απειλητικό ύφος ο διαβόητος αρχιληστής. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ένας από τους χωροφύλακες φωνάζει στον Γιαγκούλα να παραδοθεί. Αυτός απαντά: «Δεν γεννήθηκε ακόμα αυτός που θα μπορέσει να με παραλάβει ζωντανό. Αλλά δεν βγάζεις λίγο το κεφάλι σου να δω ποιος είσαι;». «Παραδοθείτε διότι θα σας ρίξωμεν χειροβομβίδες» φωνάζει παραπλανητικά μια ομάδα άλλων ένστολων, καθώς στην πραγματικότητα δεν έχουν καμία μαζί τους. «Ρίξτε τες» τους απαντά ο Γιαγκούλας, «αλλά κοιτάξτε να μη σκοτωθείτε αναμεταξύ μας, διότι τα χέρια σας τρέμουν».
Αργότερα ακολούθησε ανταλλαγή ύβρεων, κάτι που επίσης συνηθιζόταν εκείνη την εποχή ώστε να κλονιστεί η ψυχολογία του αντιπάλου. Η κόλαση πυρός που είχε ξεκινήσει περίπου από τις 9.30 το πρωί συνεχιζόταν μέχρι τη 1.00 το μεσημέρι, χωρίς αποτέλεσμα για καμία από τις δύο πλευρές. Οι μεν ένστολοι είχαν οχυρωθεί καλά πίσω από μεγάλους βράχους και οι δε καταζητούμενοι είχαν ταμπουρωθεί επίσης σε στρατηγικά σημεία του βουνού, που λειτουργούσαν σαν ασπίδες προστασίας.
«Εξαφνα», γράφει ο επιζήσας αυτόπτης μάρτυρας Νίκος Ράπτης, «αφού αραίωσαν κάπως οι πυροβολισμοί, ο Γιαγκούλας επειδή δεν έμεινε ευχαριστημένος από την έκβασιν της συμπλοκής, μας λέει: ‘‘Παιδιά, δεν έχω άλλην υπομονήν. Θα σηκωθώ όρθιος’’. Και χωρίς να ακούση την συμβουλήν των άλλων, σηκώθηκε λεβέντικα, αλλά δεν πρόλαβε να ρίξη παρά δύο σφαίρας. Μία εις έναν χωροφύλακα και μάλιστα οικογενειάρχην, τον οποίον ετραυμάτισε βαρύτατα. Και αμέσως εδέχθη από την δεξιάν πλευράν, και μάλλον από έναν ενωμοτάρχην, μίαν χαριστικήν εις την καρδιακήν χώραν. Πρόλαβε όμως και μας είπε: ‘‘Παιδιά, την έφαγα. Γεια σας’’. Και έπεσε ύστερα από δύο βήματα νεκρός».
Σύμφωνα με την αναφορά του μοίραρχου Ιωάννη Πετράκη, από τη μεριά των Αρχών έχασε τη ζωή του μονάχα ο χωροφύλακας Κωνσταντίνος Σαλιώτας και τραυματίστηκε ένας συνάδελφός του, ο Γεώργιος Πολίτης. Από το άψυχο σώμα του Φώτη Γιαγκούλα κόπηκε το κεφάλι, προκειμένου να εκτεθεί σε δημόσια θέα στα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού Κατερίνης, μαζί με αυτό του συνεργάτη του Πάνου Μπαμπάνη και του λήσταρχου Κώστα Τσαμήτα, ώστε οι χωροφύλακες να αποτρέψουν άλλα κακοποιά στοιχεία από το να ανέβουν στο βουνό αλλά και να κάνουν επίδειξη δύναμης.
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Βασίλης Τζανακάρης στο βιβλίο του «Φώτης Γιαγκούλας – Ο απέθαντος και άλλες ληστρικές ιστορίες» (Εκδόσεις Μεταίχμιο) αναφέρει ότι αρχικά τα κεφάλια τοποθετήθηκαν σε έναν ξύλινο πάγκο στον σιδηροδρομικό σταθμό, προκειμένου να απολαύσει το «θέαμα» επιστρέφοντας από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος (που είχε πραγματοποιήσει κίνημα από τις 25 Ιουνίου), μαζί με τον στενό συνεργάτη του και υπουργό Ναυτικών, ναύαρχο Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο.
Ο Πάγκαλος στάθηκε για λίγο μπροστά στα κομμένα κεφάλια και στη συνέχεια χωρίς να πει κουβέντα, συνοδευόμενος από τον πανευτυχή μοίραρχο Πετράκη που ήταν επικεφαλής της επιχείρησης εξόντωσης των λήσταρχων, πήγε στο παρακείμενο τηλεγραφείο της πόλης και έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα προς τη διοίκηση Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης, «ονομάσας παράλληλα τον Πετράκην ταγματάρχην και τον ενωμοτάρχην Καλογήρου ανθυπασπιστήν».
Υστερα διέταξε να διατεθεί στους άνδρες του αποσπάσματος ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Συνολικά βγήκε ένα κονδύλι 1.040.000 δραχμών, εκ των οποίων οι 600.000 ήταν για την εξόντωση του Γιαγκούλα, οι 400.000 για τον Μπαμπάνη και οι 40.000 για τον Τσαμήτα. Οι περισσότεροι από τους απλούς ένστολους έλαβαν από 12.000 δραχμές ο καθένας, ποσό που εκείνη την εποχή ισοδυναμούσε με περίπου σαράντα χρυσές λίρες.
Ο δε καταδότης που οδήγησε τους αστυνομικούς στο λημέρι έγινε αργότερα γνωστό ότι αμείφθηκε με 310.000 δραχμές, ενώ η σύζυγος του φονευθέντος χωροφύλακα έλαβε 60.000 δραχμές. Τα κεφάλια των κακοποιών, αφού τα είδε η πολιτική ηγεσία του τόπου, είχε έρθει η ώρα να τα... θαυμάσει και ο τοπικός πληθυσμός. Τα πήραν από τον ξύλινο πάγκο και τα κάρφωσαν στα κάγκελα του περιβόλου που πλαισίωνε τον σιδηροδρομικό σταθμό Κατερίνης. Από μπροστά άρχισαν να περνούν σιωπηλοί και άναυδοι οι άνθρωποι της λαϊκής αγοράς που γινόταν εκείνη την ημέρα.
Στην αρχή διήλθαν λίγοι, στη συνέχεια περισσότεροι και στο τέλος σχηματίστηκε μια τεράστια ουρά που κοιτούσε με αμηχανία. Στην ατμόσφαιρα υπήρχε αυτή η ταγκή μυρωδιά της σάπιας σάρκας και του σκοτωμένου αίματος. Οσοι προσέγγιζαν την κεφαλή του λήσταρχου Γιαγκούλα και των συντρόφων του, αναγκάζονταν να βάλουν μαντίλια στη μύτη για να αποφύγουν την αποφορά.
Η εφημερίδα «Εμπρός» ανέφερε ότι «[...] Του Γιαγκούλα τα γένια ήταν αραιά και παρουσίαζαν το σύνολον της κεφαλής του ως καλογερόπαιδος. Τα χείλη του όμως ελαφρώς διεσταλμένα και αφήνοντα να φαίνηται μέρος των οδόντων του, επρόδιδον ότι εξεψύχησεν με έναν σπασμόν αγρίου θηρίου ο οποίος αποδείδει την τελευταίαν πνοήν εν λύσση μάλλον παρά πόνον». Το απόγευμα οι επιφορτισμένοι με την τάξη στρατιώτες τα ξεκάρφωσαν από τα κάγκελα τραβώντας τα από τα μαλλιά και τα παράχωσαν μέσα σε τενεκέδες πετρελαίου με μπόλικο χοντρό αλάτι για να μην αλλοιωθούν γρήγορα.
Στο ιατρικό εργαστήριο - Εξετάστηκαν οι εγκέφαλοι για να συνταχθεί το ψυχογράφημα
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Βασίλης Τζανακάρης στο έτερο βιβλίο του υπό τον τίτλο «Οι Λήσταρχοι – Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν» (επίσης από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο) σημειώνει ότι το μεσημέρι της Τρίτης 22 Σεπτεμβρίου 1925 ο καθηγητής αφροδίσιων και δερματικών νοσημάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Φωτεινός, και ο επιμελητής του ιατροδικαστικού εργαστηρίου, Νάτσας, ζήτησαν με τηλεγράφημά τους από τις αστυνομικές Αρχές της συμπρωτεύουσας να τους αποστείλουν τα μακάβρια εκθέματα για «κρανιολογική εξέταση».
Οντως, στις 26 Σεπτεμβρίου τα κεφάλια των Γιαγκούλα, Μπαμπάνη και Τσαμήτρα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και παραδόθηκαν στο ιατροδικαστικό εργαστήριο της οδού Σωκράτους. Εκεί πάρθηκαν γύψινα προπλάσματα, μετρήθηκαν οι διαστάσεις τους, έγινε κρανιοτομή και εξετάστηκαν οι εγκέφαλοι προκειμένου να συνταχθεί το ψυχολογικό προφίλ τους, που θα ερμήνευε και την εγκληματική συμπεριφορά τους.
Τέλος, τα κρανία «συναρμολογήθηκαν» και πάλι, ταριχεύτηκαν και τοποθετήθηκαν σε ειδική προθήκη στο ισόγειο του κτιρίου που στεγάζει μέχρι και σήμερα το Εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, μαζί με τα κεφάλια των ληστών Καραντώνη, Κουνελάκη, Καραπάνου, Μπελάρα και άλλων
-
17 Μαρτιου 2024, 16:52Ξέφρενο κέφι στο καρναβάλι του Αρκαλοχωρίου (Φωτό + Βίντεο)
-
17 Μαρτιου 2024, 08:20Φωτιά τη νύχτα σε καθαριστήριο στο Ηράκλειο
-
18 Μαρτιου 2024, 19:03Πένθος στον Άγιο Νικόλαο: Την Τετάρτη λένε το τελευταίο αντίο στον Μανώλη
-
17 Μαρτιου 2024, 07:22Πώς αλλάζει τον πόλεμο η τεχνητή νοημοσύνη
-
18 Μαρτιου 2024, 15:11Κρήτη: Η φωτοβολίδα τον χτύπησε στο συκώτι - H τραγική ειρωνεία για τον 33χρονο Μανώλη που σκοτώθηκε
-
18 Μαρτιου 2024, 07:16«Ο Όμηρος και ο Απαγωγέας» του Ηρακλειώτη Αλέξανδρου Παπαδάκη