Η τέχνη ως εμπόρευμα
Η πρόσφατη πώληση ενός πίνακα του Γκούσταβ Κλιμτ σε ποσό που θα μπορούσε να στηρίξει τον προϋπολογισμό μιας μικρής κοινότητας για χρόνια δημιούργησε ένα έντονο κύμα συζητήσεων γύρω από τις σχέσεις τέχνης, οικονομίας και κοινωνικής ανισότητας. Το γεγονός πως ένα έργο τέχνης –όσο αριστουργηματικό κι αν είναι– καταλήγει να αποτιμάται σε ένα εξωφρενικό χρηματικό ποσό την ίδια στιγμή που ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας αγωνίζεται να καλύψει βασικές ανάγκες, αποτελεί μια προνομιακή αφετηρία για κοινωνιολογική ανάλυση. Ο όρος «προνομιακή» εδώ δεν χρησιμοποιείται τυχαία: το επεισόδιο της πώλησης λειτουργεί ως καθρέφτης μιας κατάστασης, αναδεικνύοντας με ενάργεια τον τρόπο με τον οποίο η αισθητική αξία ενός έργου μετατρέπεται σε σύμβολο κοινωνικής απόστασης και, εντέλει, οικονομικής κυριαρχίας.
Η πραγματική συζήτηση στρέφεται λιγότερο γύρω από το ίδιο το αντικείμενο –τον πίνακα– και περισσότερο γύρω από την κοινωνική δομή που καθιστά δυνατή μια τέτοια αγορά. Η τέχνη γίνεται εδώ κόμβος, σημείο συνάντησης (ή αναμέτρησης) διαφορετικών κόσμων: από τη μια ο κόσμος της σπάνιας αισθητικής εμπειρίας και από την άλλη ο κόσμος των κοινωνικών αναγκών, της καθημερινότητας, της εργασίας, της υλικής φθοράς. Στη διάσταση αυτή μπορούμε να δούμε να ενεργοποιείται η προβληματική για την «μορφή» της τέχνης και τη θέση της μέσα στη νεωτερική κοινωνία, όπως διατυπώνεται στην αισθητική θεώρηση του Γκέοργκ Ζίμελ στο έργο του Rembrandt. Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι πίσω από τη χρηματική υπεραξία του έργου δεν κρύβεται απλώς η σπανιότητα ή η ποιότητά του, αλλά μια διαδικασία κοινωνικής νοηματοδότησης που μετατρέπει την καλλιτεχνική μορφή σε φορέα κύρους και απόστασης.
Η μοντέρνα κοινωνία, σύμφωνα με τέτοιου είδους θεωρήσεις, συγκροτείται μέσα από διαρκείς διαφοροποιήσεις. Η μορφή της τέχνης γίνεται ένας μηχανισμός αυτονομίας: αποκόβεται από την καθημερινότητα, αποσπάται από τη χρηστική λειτουργία και καθίσταται φορέας μιας ιδιαίτερης, «καθαρής» αξίας. Η αξία αυτή, όταν μεταφέρεται στο οικονομικό επίπεδο, γίνεται αντικείμενο κερδοσκοπίας, συσσώρευσης και ανταγωνισμού. Το χρήμα, φορτωμένο με τον φετιχισμό της αφηρημένης ανταλλακτικής του ισχύος, συναντά τη μορφή του έργου τέχνης που έχει ήδη διαχωριστεί από τον κόσμο της εργασίας και των αναγκών. Η τιμή του πίνακα –ας πούμε αυτού του Κλιμτ– δεν αντιστοιχεί σε κάτι παραγωγικά μετρήσιμο· αντιστοιχεί σε μια κοινωνική λειτουργία, σε ένα σύστημα συμβολικού κύρους που λειτουργεί μόνο για εκείνους που έχουν πρόσβαση σε αυτό. Το παράδοξο επομένως δεν βρίσκεται στο ύψος του ποσού καθαυτό, αλλά στο γεγονός πως το ποσό αυτό λειτουργεί ως επιβεβαίωση της κοινωνικής απόστασης.
Η απόσταση αυτή γίνεται αντιληπτή έντονα από τα στρώματα της κοινωνίας που εργάζονται καθημερινά, συχνά σκληρά, χωρίς να βλέπουν τον κόπο τους να ανταμείβεται με ανάλογη οικονομική ασφάλεια ή ευκαιρίες. Ο κόσμος αυτός παρατηρεί τις συναλλαγές της «αγοράς τέχνης» με ένα μίγμα δυσπιστίας, απορίας και αγανάκτησης: πώς είναι δυνατόν η κοινωνία να επιτρέπει τέτοιους βαθμούς οικονομικής υπερβολής όταν οι βασικές ανάγκες παραμένουν απρόσιτες; Το ερώτημα αυτό δεν είναι μόνο ηθικό αλλά βαθύτατα κοινωνιολογικό, καθώς αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο οι ιεραρχίες αξιών αναπαράγουν και νομιμοποιούν τις υλικές ιεραρχίες.
Η τέχνη, σε αυτή τη συνθήκη, δεν λειτουργεί ως γέφυρα αλλά ως τοίχος. Ενώ θα μπορούσε να είναι πεδίο κοινής εμπειρίας και καλλιέργειας, μετατρέπεται σε μέσο αποκλεισμού και διαχωρισμού. Όχι απαραίτητα εξαιτίας του περιεχομένου της, αλλά εξαιτίας της ένταξής της σε μια οικονομική δομή που καθορίζει την πρόσβαση, την κατοχή και τελικά την ίδια την ερμηνεία της. Το έργο τέχνης δεν «ανήκει» σε εκείνον που το κατανοεί, αλλά σε εκείνον που μπορεί να το αγοράσει· κι αυτό αλλάζει τη φύση της κοινωνικής λειτουργίας της τέχνης.
Πέρα όμως από τη θεωρία της μορφής και του συμβολικού κύρους, μπορούμε να φωτίσουμε αυτή τη συνθήκη από μία άλλη οπτική, εκείνη της «καλλιτεχνικής αλλοτρίωσης», όπως τη συναντάμε στο Alienation artistique του Μάριο Περνιόλα. Η έννοια αυτή δεν αφορά απλώς τον καλλιτέχνη που αποξενώνεται από το έργο του ή το κοινό που αποστασιοποιείται από την αισθητική εμπειρία, αλλά περιγράφει μια ευρύτερη διαδικασία κατά την οποία η τέχνη χάνει την άμεση σχέση της με τον θεατή και γίνεται αντικείμενο εξωτερικό προς την εμπειρία και την αντίληψή του.
Η αλλοτρίωση εδώ δεν είναι απλώς οικονομική, αλλά υπαρξιακή: το έργο τέχνης παύει να «μιλά»· γίνεται βουβό, μετατρέπεται σε αντικείμενο που επιβάλλεται στο βλέμμα χωρίς να ζητά διάλογο. Η τιμή του υποκαθιστά την αισθητική του σημασία.
Αν εξετάσουμε την πρόσφατη πώληση του πίνακα υπό το πρίσμα αυτό, διαπιστώνουμε ότι το έργο μεταμορφώνεται σε ένα πράγμα που φέρει επάνω του τις εντάσεις μιας ολόκληρης εποχής: οι οικονομικές ανισότητες, η απομάκρυνση της τέχνης από τη συλλογική ζωή, η κυριαρχία του χρήματος ως ανώτατης μορφής αξίας, η αυξανόμενη δυσκολία των ανθρώπων να συλλάβουν το αισθητικό πέραν της αγοράς. Η τέχνη δεν γίνεται πια χώρος συνομιλίας, αλλά χώρος επένδυσης. Η «καλλιτεχνική αλλοτρίωση» εδώ οργανώνεται σε δύο επίπεδα: αφενός στην αλλοτρίωση της κοινωνίας από το έργο τέχνης –το οποίο παρουσιάζεται ως μη οικείο, απόλυτα εξωτερικό και μη προσβάσιμο– και αφετέρου στην αλλοτρίωση του ίδιου του έργου από τον αισθητικό του χαρακτήρα, καθώς η οικονομική του διάσταση υπερσκελίζει την καλλιτεχνική.
Αυτή η διπλή αλλοτρίωση έχει ισχυρές κοινωνικές επιπτώσεις. Καθώς το έργο τέχνης εισέρχεται πλήρως στη λογική του κεφαλαίου, οι μηχανισμοί αξιολόγησής του μετατοπίζονται από την αισθητική πράξη στην οικονομική νόρμα. Η τέχνη γίνεται συνένοχη στην παραγωγή κοινωνικών ανισοτήτων, όχι διότι το επιδιώκει, αλλά επειδή η κοινωνικά θεσμοθετημένη αντίληψη της αξίας επιβάλλει την κυριαρχία της αγοράς. Η κοινωνία των «σκληρά εργαζομένων» διαπιστώνει ότι η εργασία της, όσο αναγκαία κι αν είναι, δεν μπορεί να μεταφραστεί σε πρόσβαση σε αυτό το επίπεδο πολιτισμικού κύρους. Ο πίνακας, έτσι, γίνεται σύμβολο ενός ολόκληρου συστήματος που τους αποκλείει.
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν εξαντλείται στο ζήτημα της οικονομικής ανισότητας. Το ζήτημα αφορά επίσης την ίδια την αντίληψη της αισθητικής εμπειρίας στη σύγχρονη εποχή. Το έργο τέχνης, όταν αποτιμάται ως κεφαλαιουχικό αγαθό, χάνει την ικανότητά του να λειτουργεί ως κοινός τόπος εμπειρίας. Η αισθητική εμπειρία καθίσταται είδος πολυτελείας, αναβαθμισμένο σε κάτι που θεωρείται προνόμιο όσων μπορούν να εισέλθουν στους μηχανισμούς των δημοπρασιών, των συλλογών, των ιδιωτικών μουσείων. Αυτό δεν σημαίνει ότι το ευρύ κοινό δεν μπορεί να δει το έργο –άλλωστε πολλά εκτίθενται σε μουσεία– αλλά ότι δεν μπορεί να συμμετάσχει στον ορίζοντα της αξίας που καθορίζει την κοινωνική λειτουργία του έργου.
Η αλλοτρίωση αυτή, αισθητική και κοινωνική, συνδέεται στενά με τον τρόπο με τον οποίο η σύγχρονη κουλτούρα αντιμετωπίζει τον χρόνο. Το έργο τέχνης, ενώ παράγεται σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, ενσωματώνει χρόνο: χρόνο δημιουργίας, χρόνο προσδοκίας, χρόνο ερμηνείας. Όμως ο χρόνος αυτός καταργείται μέσα στη λογική της αγοράς. Το έργο γίνεται διαχρονικό με τον χειρότερο τρόπο: διαχρονικό ως εμπορικό περιουσιακό στοιχείο, όχι ως αισθητική κληρονομιά. Η τιμή του μπορεί να αυξομειωθεί, να διογκωθεί, να αξιοποιηθεί χρηματοοικονομικά· αλλά η κοινωνική μνήμη του παραμένει κενή αν δεν συνοδεύεται από πραγματική συμμετοχή και κατανόηση.
Η κατάσταση αυτή δημιουργεί ένα μεγάλο κοινωνικό χάσμα που δεν αφορά απλώς τις οικονομικές δυνάμεις, αλλά τις πολιτισμικές προσεγγίσεις. Η τέχνη παρουσιάζεται ως πεδίο προνομιούχων, όχι επειδή το θέλει, αλλά επειδή οι μηχανισμοί της έχουν μετατραπεί σε φορείς εξουσίας. Οι εργαζόμενες τάξεις, παρά την καλλιτεχνική τους ευαισθησία ή επιθυμία για πρόσβαση, βιώνουν την τέχνη ως ένα αντικείμενο που δεν απευθύνεται σε αυτές. Η πρόσφατη πώληση του πίνακα δεν είναι παρά το σύμπτωμα αυτού του βαθύτερου φαινομένου: της μετατόπισης της τέχνης από το συλλογικό στο ιδιωτικό, από το κοινό στο αποκλειστικό, από το κοινωνικό στο οικονομικό.
Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να δούμε πώς οι αισθητικές αξίες συνδιαμορφώνουν τις κοινωνικές ιεραρχίες. Το έργο τέχνης δεν είναι πλέον φορέας αλήθειας ή έκφρασης· είναι φορέας εξουσίας. Κι αυτή η εξουσία εκδηλώνεται όχι μόνο μέσα από την κατοχή του έργου, αλλά και μέσα από τον προσδιορισμό του ως ανώτερου αισθητικού αντικειμένου, ακριβώς επειδή μπορεί να αγοραστεί μόνο από ελάχιστους. Η κοινωνία αποδέχεται, με τρόπο σχεδόν αδιαμαρτύρητο, ότι η αισθητική νομιμότητα συνδέεται με την οικονομική ισχύ. Όταν ο πλούτος γίνεται η γλώσσα της τέχνης, τότε η τέχνη χάνει τη γλώσσα της.
Έτσι, η πώληση του πίνακα του Κλιμτ δεν είναι απλώς μια είδηση, αλλά μια μεταφορά. Μας δείχνει ότι η κοινωνία έχει οργανωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε ορισμένα αντικείμενα να αποκτούν τιμές ανεξάρτητες από οποιαδήποτε ανθρώπινη εμπειρία, την ίδια στιγμή που άλλες ανθρώπινες εμπειρίες –όπως η εργασία, ο μόχθος, η δημιουργικότητα των πολλών– αποτιμώνται ελάχιστα. Δεν πρόκειται για απλή ανισότητα πλούτου· πρόκειται για ανισότητα αναγνώρισης. Η αξία μεταφέρεται εκεί όπου υπάρχει οικονομική δύναμη, όχι εκεί όπου υπάρχει κοινωνική ανάγκη ή αισθητική συμμετοχή.
Το ερώτημα που τίθεται επομένως είναι πώς μπορούμε να αναδιαμορφώσουμε τη σχέση της κοινωνίας με την τέχνη ώστε να μην αποτελεί φορέα αποκλεισμού αλλά συμμετοχής. Η απάντηση δεν είναι απλή, διότι απαιτεί μετασχηματισμό των ίδιων των μηχανισμών της αξίας. Χρειάζεται να φανταστούμε την τέχνη όχι μόνο ως αντικείμενο, αλλά ως διαδικασία· όχι ως σύμβολο κύρους, αλλά ως πεδίο δημιουργικής και κοινωνικής εμπειρίας. Η αισθητική μορφή μπορεί να λειτουργήσει προς αυτή την κατεύθυνση μόνο εάν αποσυνδεθεί από τη χρηματική λειτουργία που την έχει αιχμαλωτίσει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η τέχνη πρέπει να απαξιωθεί οικονομικά, αλλά ότι πρέπει να ανακτηθεί αισθητικά. Να ξαναγίνει ιστορία, συνάντηση, κοινότητα. Να απομακρυνθεί από την υπεραξία και να προσεγγίσει την αξία: την αξία του στοχασμού, της συγκίνησης, της μορφής που δεν ανήκει σε κανέναν και ανήκει σε όλους.
Η πρόσφατη πώληση του πίνακα του Κλιμτ λειτουργεί έτσι ως υπενθύμιση ότι η κοινωνία χρειάζεται να εξετάσει εκ νέου τη σχέση της με την τέχνη και, κατ’ επέκταση, τη σχέση της με την ίδια την αξία. Σε μια εποχή όπου οι οικονομικές ανισότητες βαθαίνουν, η τέχνη δεν μπορεί να λειτουργεί ως επιβεβαίωση της απόστασης ανάμεσα σε όσους έχουν και όσους δεν έχουν. Οφείλει να γίνει αντίθετα πεδίο συνάντησης, ένας χώρος όπου οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως της οικονομικής τους θέσης, μπορούν να ξαναβρούν την ανθρώπινη διάσταση της δημιουργίας. Το διακύβευμα δεν είναι μόνο αισθητικό· είναι βαθιά κοινωνικό.
*Σημείωση: Οι απόψεις των αρθρογράφων αποτελούν προσωπικές θέσεις και δεν αποτελούν τυχόν θέσεις του newshub.gr
-
27 Νοεμβριου 2025, 02:16"Ταρακουνήθηκε" το Ηράκλειο: Σημειώθηκε ισχυρός σεισμός -
26 Νοεμβριου 2025, 14:40Ηράκλειο: Σοκ στο Τυμπάκι για τον θάνατο 19χρονου στρατιώτη - Οι λεπτομέρειες της τραγωδίας στη Ρόδο -
26 Νοεμβριου 2025, 19:38Κρήτη - Θάνατος 19χρονου Ραφαήλ: Τριήμερο πένθος στις Ένοπλες Δυνάμεις -
25 Νοεμβριου 2025, 20:02Εργατικό ατύχημα στο Ηράκλειο: Άνδρας τραυματίστηκε σοβαρά μετά από πτώση - Τι καταγγέλλει το Συνδικάτο Οικοδόμων -
26 Νοεμβριου 2025, 16:56Θρήνος στο Τυμπάκι - Πατέρας 19χρονου Ραφαήλ: «Το παλικάρι μου ήταν δεύτερη ημέρα στο στρατόπεδο -
25 Νοεμβριου 2025, 14:30Κρήτη: Στο στόχαστρο επιχείρησης της ΕΛ.ΑΣ. και ένας ιερομόναχος - Συνολικά έξι οι συλλήψεις για όπλα
