Ελληνοτουρκικά: Πώς φτάσαμε από τα «ήρεμα νερά» στο «c’ est la vie» - Τα όρια του διαλόγου

Για την Ελλάδα -διαχρονικά, πλην της εικοσαετίας περίπου μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης- οι σχέσεις με την Τουρκία είναι το πιο βασικό ζήτημα της εξωτερικής της πολιτικής. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, όσες επιτυχίες κι αν έχουν να επιδείξουν σε άλλους τομείς, τελικά κρίνονται στα ελληνοτουρκικά σαν προπονητές σε ματς αιωνίων αντιπάλων. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όσο κι αν δεν θα ήθελε ίσως, είναι κι αυτή υποχρεωμένη να διαχειρίζεται το ισοζύγιο αυτών των εξ ορισμού προβληματικών σχέσεων. Στα χρόνια της η εξέλιξη των διμερών επαφών και συσχετισμών ήταν ανισομερής.
Από το φθινόπωρο ήδη του 2019, με την υπογραφή του διαβόητου τουρκολιβυκού μνημονίου, ως τον χειμώνα του 2023 με τους καταστροφικούς σεισμούς στη νοτιοανατολική Τουρκία, στις σχέσεις Αθήνας και Άγκυρας κυριάρχησε η ένταση. Μόνο το χαρακτηριστικό και γραφικό «Μητσοτάκης γιοκ» του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τον Μάιο του 2022, μετά την ομιλία του Έλληνα πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, φτάνει για να έχει κανείς εικόνα για το κλίμα που επικρατούσε μεταξύ των δύο πλευρών του Αιγαίου στη διάρκεια της πρώτης τετραετίας Μητσοτάκη.
Η ελληνοτουρκική προσέγγιση και συνεργασία
Με αφορμή όμως τους σεισμούς, θυμόμαστε όλοι καλά πώς εκδηλώθηκε μια γρήγορη «απόψυξη» των διμερών σχέσεων. Αρχικά οι τότε εκατέρωθεν υπουργοί Εξωτερικών, Δένδιας και Τσαβούσογλου, και στη συνέχεια, μετά τις εκλογικές νίκες που ήρθαν και για τους δύο, οι Μητσοτάκης και Ερντογάν ήρθαν κοντά και συνομολόγησαν μια νέα εποχή για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, χωρίς τις εντάσεις και τις «παρεξηγήσεις» που είχαν προηγηθεί…
Έτσι ξεκίνησε η περίοδος των «ήρεμων νερών» στο Αιγαίο, που αποτυπώθηκε στην υπογραφή από τους δύο ηγέτες της περίφημης «Διακήρυξης των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας», τον Δεκέμβριο του ‘23. Έκτοτε, σε αντίθεση με το κλίμα που είχε καλλιεργηθεί κατά τους πρώτους μήνες αυτής της θερμής προσέγγισης, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ειδυλλιακά ή τουλάχιστον όχι στον βαθμό που θα εύχονταν κάποιοι στην Ελλάδα.
Από τη μια μεριά, σε τομείς όπως η διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, η χορήγηση βίζας για τους επισκέπτες από την Τουρκία, οι οικονομικές συνεργασίες, τα πράγματα πήγαν όντως καλά και υπήρξε διμερής συνεννόηση σε μεγάλο βαθμό. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν και η παύση των παραβιάσεων του ελληνικού FIR και του εθνικού εναέριου χώρου για μεγάλο διάστημα.
Όλα αυτά υπήρξαν απτά αποτελέσματα της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Όσο όμως τα διμερή θέματα κινούνταν από τα πιο τεχνοκρατικά στα πιο πολιτικά, δηλαδή τα πιο κρίσιμα, εκείνα που αφορούν αυτό που αποκαλούμε «πυρήνα των ελληνοτουρκικών διαφορών», τόσο η εξέλιξη έτεινε στο «βήμα σημειωτόν».
Η διακήρυξη που έμεινε κενό γράμμα
Η συνεργασία σε περιφερειακά και «εύκολα» στην πλειοψηφία τους θέματα απέδωσε για ένα διάστημα μια έμπρακτη βελτίωση των διμερών σχέσεων. Ενώ όμως στα θέματα της λεγόμενης «θετικής ατζέντας» ο διάλογος έδειξε τις θετικές προοπτικές που υπήρχαν, στα ζητήματα «σκληρής πολιτικής» όλο αυτό το πλαίσιο παρέμεινε κυρίως στο επίπεδο των καλών προθέσεων και των ανεδαφικών προσδοκιών.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει κατ’ επανάληψη επισημάνει το προηγούμενο διάστημα, ότι η Ελλάδα δεν τρέφει αυταπάτες και ψευδαισθήσεις και καταλαβαίνει ότι οι διαφορές μας με την Τουρκία παραμένουν ενεργές και δύσκολα θα γεφυρωθούν. Παρ' όλα αυτά, κύκλοι εντός όσο και εκτός της κυβέρνησης προσπάθησαν να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν ένα θετικό κλίμα εν πολλοίς πλασματικό και αναντίστοιχο με την πραγματικότητα.
Γιατί πέρα από τυπικό διάλογο «τεχνικού τύπου», όπως οι διερευνητικές συναντήσεις των «επιτροπών σοφών» των δύο υπουργείων Εξωτερικών και η εθιμοτυπική σχεδόν διαβούλευση για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης μεταξύ των υπουργείων Άμυνας, τίποτα δεν προχώρησε, ούτε και μπορούσε να προχωρήσει. Αποδείχθηκε για άλλη μια φορά ότι στα ζητήματα των ελληνοτουρκικών διαφορών οι δύο χώρες μπορούν μόνο να συμφωνούν ότι… διαφωνούν. Η Τουρκία, όπως φάνηκε στην πορεία, αναζητούσε αφορμές και τις βρήκε στην ανακοίνωση των σχεδίων για δημιουργία θαλάσσιων πάρκων από την Ελλάδα και την δημοσίευση του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, κάτι που αποτελούσε ενωσιακή υποχρέωση για τη χώρα μας.
Τα όρια του ελληνοτουρκικού διαλόγου
Η Ελλάδα αναγνωρίζει επίσημα μόνο μία διαφορά και αυτή ως εκκρεμότητα νομικής διευθέτησης, την οριοθέτηση συγκεκριμένων θαλασσίων ζωνών, δηλαδή υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) και μόνο αυτά δέχεται να συζητήσει με ορίζοντα μια συμφωνημένη παραπομπή στην κρίση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Η Τουρκία, από την άλλη, θεωρεί ως διμερείς διαφορές μια σειρά από ζητήματα και επιμέρους θέματα, και επιδιώκει έναν διάλογο-πακέτο. Μόνο έτσι δέχεται να συζητήσει παραπομπή της θαλάσσιας οριοθέτησης στη διεθνή δικαιοσύνη.
Είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερο ότι από τη στιγμή που οι κεντρικές θέσεις των δύο χωρών διίστανται καθοριστικά στο πώς θα προσδιοριστεί το αντικείμενο του διαλόγου, δεν μπορεί να υπάρξει διάλογος για τα καίρια ζητήματα. Οι Τούρκοι το αντιλαμβάνονται αυτό πολύ καλά και γι΄αυτό δεν έχουν και καμία εμμονή με τις διμερείς συναντήσεις σε υψηλό επίπεδο. Αντίθετα, η ελληνική κυβέρνηση μοιάζει να μην το αντιλαμβάνεται, εμμένοντας στην αυταξία των εθιμοτυπικών επαφών. Και κάπως έτσι, προέκυψε η ακύρωση της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν στη Νέα Υόρκη.
Όπως έδειξε και η τοποθέτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στη διάρκεια συνέντευξής του στις ΗΠΑ, με το πολυσυζητημένο «c’ est la vie», η ελληνική κυβέρνηση μετά και την ακύρωση του ραντεβού της 23ης Σεπτεμβρίου δείχνει να έχει πλήρως αντιληφθεί ότι ο περίφημος ελληνοτουρκικός διάλογος έχει αγγίξει προ πολλού τα όριά του.
Έστω κι αν οι Έλληνες αξιωματούχοι εξακολουθούν να διακηρύσσουν την ανάγκη «να παραμένουν ανοιχτά τα κανάλια επικοινωνίας» -και κανείς δεν διαφωνεί καταρχάς σε αυτό- είναι σαφές ότι πλέον κανείς δεν έχει μείνει να πιστεύει εκείνα τα ευφάνταστα περί δήθεν επικείμενης συμφωνίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας που διέρρεε το Υπουργείο Εξωτερικών την περασμένη χρονιά. Και είναι καλύτερα να το έχουν όλοι συνειδητοποιήσει αυτό στην κυβέρνηση, παρά να πέσουν από τα σύννεφα με την όποια επόμενη τουρκική ενέργεια αύξησης της έντασης.
Γιατί ο διάλογος είναι μια πολύ θετική ιδέα, η πιο σωστή και χρήσιμη μέθοδος επίλυσης των διαφορών, έχει όμως μια βασική προϋπόθεση. Χρειάζεται τα δύο μέρη που διαλέγονται να συμφωνούν ως προς το αντικείμενο και τον τρόπο διεξαγωγής της συζήτησης. Κι επειδή καμία ελληνική κυβέρνηση -ευτυχώς παρά όσα ήλπιζαν κάποιοι ούτε η σημερινή- δεν είναι διατεθειμένη να αυτοκτονήσει πολιτικά θυσιάζοντας τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, ο ελληνοτουρκικός διάλογος δεν μπορεί να προχωρήσει στα σοβαρά. Εκτός κι αν κάποτε η Άγκυρα αποφασίσει να σεβαστεί το διεθνές δίκαιο. Ως τότε, θα ισχύει το «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε». Κάπως θα μεταφράζεται κι αυτό.
-
02 Οκτωβριου 2025, 15:11Ηράκλειο: Φωτιά στις Μαλάδες – Ισχυρή κινητοποίηση της Πυροσβεστικής ενώ ήχησε το 112 (φωτο)
-
01 Οκτωβριου 2025, 19:15Κακοκαιρία: Στο "κόκκινο" και η Κρήτη: Χαλάζι, ισχυρές καταιγίδες και πτώση θερμοκρασίας - Έκτακτες προειδοποιήσεις και οδηγίες προστασίας
-
02 Οκτωβριου 2025, 18:39Η κακοκαιρία "πιέζει' την Κρήτη - Έρχονται βροχοπτώσεις και δυνατοί άνεμοι- Νέα συνεδρίαση της Επιτροπής Εκτίμησης Κινδύνου
-
01 Οκτωβριου 2025, 07:11Φρεγάτες FREMM: Η Ελλάδα αλλάζει τα δεδομένα στη θαλάσσια ισορροπία ισχύος με την Τουρκία
-
01 Οκτωβριου 2025, 11:18Βολές στο κέντρο... της Τετάρτης!
-
01 Οκτωβριου 2025, 07:55Άσκηση «ΑΝΤΙΟΧΟΣ-2025»: Δοκιμαστική ενεργοποίηση του συνόλου των σειρήνων συναγερμού Πολιτικής Άμυνας